πλεξίδα: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(33) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πλεξούδα]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[πλόκαμος]] μαλλιών, [[κοτσίδα]]<br /><b>2.</b> [[πλέγμα]] από σκόρδα και κρεμμύδια, [[πλεξάνα]] και, γενικά, [[καθετί]] πλεγμένο σε αρμαθιά<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] σχοινιού, [[πλεκτή]], κν. [[σαλαμάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πλεξίδα]] έχει σχηματιστεί από το υποκορ. [[πλεξίδι]] με κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[χωράφι]] | |mltxt=και [[πλεξούδα]], η, Ν<br /><b>1.</b> [[πλόκαμος]] μαλλιών, [[κοτσίδα]]<br /><b>2.</b> [[πλέγμα]] από σκόρδα και κρεμμύδια, [[πλεξάνα]] και, γενικά, [[καθετί]] πλεγμένο σε αρμαθιά<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] σχοινιού, [[πλεκτή]], κν. [[σαλαμάστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πλεξίδα]] έχει σχηματιστεί από το υποκορ. [[πλεξίδι]] με κατάλ. -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[χωράφι]] > <i>χωράφα</i>, [[ξυράφι]] > <i>ξηράφα</i>), ενώ ο τ. [[πλεξούδα]] από το υποκορ. <i>πλεξούδι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 15 January 2019
Greek Monolingual
και πλεξούδα, η, Ν
1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα
2. πλέγμα από σκόρδα και κρεμμύδια, πλεξάνα και, γενικά, καθετί πλεγμένο σε αρμαθιά
3. ναυτ. είδος σχοινιού, πλεκτή, κν. σαλαμάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλεξίδα έχει σχηματιστεί από το υποκορ. πλεξίδι με κατάλ. -α (πρβλ. χωράφι > χωράφα, ξυράφι > ξηράφα), ενώ ο τ. πλεξούδα από το υποκορ. πλεξούδι].