βλάκας: Difference between revisions
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
(7) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (AM [[βλάξ]], βλακός, ο, η)<br />[[μωρός]], [[ηλίθιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βλάξ]] φέρει [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής [[κυρίως]] κωμωδίας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γαύρᾱξ</i>, <i>πλούτᾱξ</i>, <i>στόμφᾱξ</i> κ.ά). Πρόκειται [[μάλλον]] για πρωταρχικό σχηματισμό με ευρεία [[διάδοση]], ο [[οποίος]] εξαιτίας του -<i>ᾱ</i>- ερμηνεύεται ως [[δάνειο]] από μία μη ιωνική-αττική διάλεκτο. Η λ. <i>βλᾱξ</i> [[είναι]] πολύ πιθ. να συνδέεται με το [[μαλακός]], δηλ. <i>μλᾱξ</i> (με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>μαλᾱ</i>-) | |mltxt=ο, η (AM [[βλάξ]], βλακός, ο, η)<br />[[μωρός]], [[ηλίθιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βλάξ]] φέρει [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής [[κυρίως]] κωμωδίας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γαύρᾱξ</i>, <i>πλούτᾱξ</i>, <i>στόμφᾱξ</i> κ.ά). Πρόκειται [[μάλλον]] για πρωταρχικό σχηματισμό με ευρεία [[διάδοση]], ο [[οποίος]] εξαιτίας του -<i>ᾱ</i>- ερμηνεύεται ως [[δάνειο]] από μία μη ιωνική-αττική διάλεκτο. Η λ. <i>βλᾱξ</i> [[είναι]] πολύ πιθ. να συνδέεται με το [[μαλακός]], δηλ. <i>μλᾱξ</i> (με μηδενισμένο το α' [[φωνήεν]] της δισύλλαβης ρίζας <i>μαλᾱ</i>-) > <i>μβλᾱξ</i> (με [[ανάπτυξη]] του -<i>β</i>-) > <i>βλᾱξ</i> ([[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος με σίγηση του -<i>μ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> και [[βλώσκω]]). Η [[ρίζα]] <i>μλᾱ</i>- απαντά [[επίσης]] στο αρχ. ινδ. <i>ml</i><i>ā</i>- <i>ta</i>- «[[μαλακός]]» και στο αρχ. ιρλ. <i>ml</i><i>ā</i><i>ith</i> «[[μαλακός]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ml</i><i>ā</i>- <i>ti</i>-)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 January 2019
Greek Monolingual
ο, η (AM βλάξ, βλακός, ο, η)
μωρός, ηλίθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βλάξ φέρει επίθημα -ᾱκ-, που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής κυρίως κωμωδίας (πρβλ. γαύρᾱξ, πλούτᾱξ, στόμφᾱξ κ.ά). Πρόκειται μάλλον για πρωταρχικό σχηματισμό με ευρεία διάδοση, ο οποίος εξαιτίας του -ᾱ- ερμηνεύεται ως δάνειο από μία μη ιωνική-αττική διάλεκτο. Η λ. βλᾱξ είναι πολύ πιθ. να συνδέεται με το μαλακός, δηλ. μλᾱξ (με μηδενισμένο το α' φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας μαλᾱ-) > μβλᾱξ (με ανάπτυξη του -β-) > βλᾱξ (απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος με σίγηση του -μ- πρβλ. και βλώσκω). Η ρίζα μλᾱ- απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. mlā- ta- «μαλακός» και στο αρχ. ιρλ. mlāith «μαλακός» (< mlā- ti-)].