τεῦτλον: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(1b)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[τεῦτλον]], ου, τό,<br />beet, Lat. [[beta]], Batr., Ar., etc.
|mdlsjtxt=[[τεῦτλον]], ου, τό,<br />beet, Lat. [[beta]], Batr., Ar., etc.
}}
}}

Revision as of 10:25, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεῦτλον Medium diacritics: τεῦτλον Low diacritics: τεύτλον Capitals: ΤΕΥΤΛΟΝ
Transliteration A: teûtlon Transliteration B: teutlon Transliteration C: teytlon Beta Code: teu=tlon

English (LSJ)

τό, Ion. and later Att. σεῦτλον,

   A beet, Beta maritima, Batr.162, Hp.Art.63, Thphr.HP1.6.6, freq. in Com.; τέμαχος ἐν τεύτλου . . κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph.181 (troch.); τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Eub.35 (lyr.): more freq. in pl., τεύτλοισί τ' ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Pherecr.108.12, cf. Ar.Pax 1014 (lyr.); ἐγχέλεις τεῦτλ' ἀμπεχόμεναι Eub.37, cf. 93:—the later Com. ridicule the use of the Ion. forms, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπῃ], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν,--ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Alex.142.5; ἐπὰν δὲ καλέσῃ . . τὸ τευτλίον . . σεῦτλα Euphro 3; τεῦτλα τευτλίδας (prob. σευτλ-) καλῶν Diph.47: the form τεῦτλον is used by Diocl.Fr.119, Gal.6.298, al.; σεῦτλον in PPetr.3p.326 (iii B.C.), PCair.Zen.232v (iii B.C.), BGU1118.17 (i B.C.), PLond.3.964.15 (iii A.D.), Edict.Diocl.6.14, Gp.8.33, al.; [σεῦ]τλος, τό, prob. in Bell-Nock-Thompson Magical Texts from a Bilingual Papyrus p.19 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1101] τό, att. statt des ion. u. gemeinen σεῦτλον, ein Küchengewächs, Mangold, Ar. Pav 979 u. a. comici.

Greek (Liddell-Scott)

τεῦτλον: τό, Ἰωνικ. καὶ νεώτ. Ἀττ. σεῦτλον, λάχανόν τι μαγειρικόν, «σέσκουλον», Λατ. beta, Βατραχομυομ. 162, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, καὶ συχν. παρὰ τοῖς Κωμικ.· τέμαχος ἐν τεύτλου λακιστοῖς κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφ. ἐν «Παιδεραστῇ» 1· τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτὰ ἔγχελυς Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1· συχνότερον ἐν τῷ πληθ., τεύτλοισί τ’ ἐγχέλεια συγκεκαλυμμένα Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 12, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1014· ἐγχέλεις τεῦτλ’ ἀμπεχόμενοι Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Προσουσίᾳ ἢ Κύκνῳ» 1: - οἱ νεώτεροι κωμικ. ποιηταὶ περιπαίζουσι τὴν χρῆσιν τῶν Ἰωνικ. τύπων, ἐὰν μὲν τευτλίον [εἴπη], παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, - ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2· ἐπὰν δὲ καλέσῃ... τὸ τευτλίον... σεῦτλα Εὔφρων ἐν «Ἀποδιδούσῃ» 1· τεῦτλα σευτλίδας καλῶν Δίφιλ. ἐν «Ἥρωι» 1. Ἴδε ἐντευτλανόομαι.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bette ou poirée, légume.
Étymologie: DELG emprunt prob.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. τεύτλο.

Greek Monotonic

τεῦτλον: τό, Ιων. και νεώτ. Αττ. σεῦτλον, παντζάρι, Λατ. beta, σε Βατραχομ., Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τεῦτλον: ион. σεῦτλον τό (белая) свекла Arph.

Middle Liddell

τεῦτλον, ου, τό,
beet, Lat. beta, Batr., Ar., etc.