φοῖτος: Difference between revisions
κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal
(1b) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[φοῖτος]], ὁ,<br />a [[constant]] [[going]] or [[coming]]:—metaph. [[wandering]] of [[mind]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 20 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A a repeated going or coming: metaph., wandering of mind, σὺν φοίτῳ φρενῶν A.Th.661.
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, das öftere, wiederholte Gehen, Kommen, das Herumirren, Herumschweifen, Umherschwärmen. – Uebertr., Wahnsinn, Raserei, Wuth, Aesch. σὺν φοίτῳ φρενῶν Spt. 643; auch bacchischer Wahnsinn, Schol. Ap. Rh. 4, 55.
Greek (Liddell-Scott)
φοῖτος: ὁ, τὸ συνεχῶς φοιτᾶν που ἢ συχνάζειν· ― μεταφορ., περιπλάνησις τῆς διανοίας, μανία, παραφροσύνη, σὺν φοίτῳ φρενῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 661· οὕτω δὲ ὁ Ἕρμανν. γράφει φοῐτος ὀρθόρθιξ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 32. (Ὁ Κούρτ. τὴν ῥίζαν τῆς λέξεως θεωρεῖ τὴν αὐτὴν καὶ τοῦ φύω, ἴδε Gr. Et. ἀρ. 4?7.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation incessante ; égarement de l’esprit.
Étymologie: R. Φυ, faire naître ; v. φύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. το να συχνάζει κανείς κάπου
2. μτφ. παραφροσύνη, τρέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παρ. του φοιτῶ].
Greek Monotonic
φοῖτος: ὁ, το συνεχές πήγαινε ή έλα· μεταφ., περιπλάνηση του μυαλού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φοῖτος: ὁ блуждание: φ. φρενῶν Aesch. безумие.
Middle Liddell
φοῖτος, ὁ,
a constant going or coming:—metaph. wandering of mind, Aesch.