διατυπώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(9)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM διατυπῶ, -όω)<br />[[δίνω]] τύπο (μορφὴ) σε [[σκέψη]], [[ιδέα]] κ.λπ., [[διαμορφώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σημαίνω]], [[δείχνω]], [[εννοώ]] («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)<br /><b>2.</b> [[κανονίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[συμβολίζω]] («οἱ [[δέκα]] ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... [[δεκάδα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέφτομαι]], [[φαντάζομαι]], [[σχηματίζω]] στο [[μυαλό]] μου<br /><b>2.</b> [[παριστώ]], [[εικονίζω]] («ἐπὶ τοῡ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται [[παιδίον]] [[μετὰ]] γενέσεως [[σύμβολον]]»)<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῑσθαι... διετύπου»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] κανονισμένος με [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] δουλειά, [[προσλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> (για σφραγίδες) [[είμαι]] χαραγμένος.
|mltxt=(AM διατυπῶ, -όω)<br />[[δίνω]] τύπο (μορφὴ) σε [[σκέψη]], [[ιδέα]] κ.λπ., [[διαμορφώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σημαίνω]], [[δείχνω]], [[εννοώ]] («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)<br /><b>2.</b> [[κανονίζω]], [[προετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[συμβολίζω]] («οἱ [[δέκα]] ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... [[δεκάδα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέφτομαι]], [[φαντάζομαι]], [[σχηματίζω]] στο [[μυαλό]] μου<br /><b>2.</b> [[παριστώ]], [[εικονίζω]] («ἐπὶ τοῦ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται [[παιδίον]] [[μετὰ]] γενέσεως [[σύμβολον]]»)<br /><b>3.</b> [[θεσπίζω]], [[ρυθμίζω]], [[καθορίζω]] («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῑσθαι... διετύπου»)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] κανονισμένος με [[συμφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] δουλειά, [[προσλαμβάνω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]]<br /><b>3.</b> (για σφραγίδες) [[είμαι]] χαραγμένος.
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM διατυπῶ, -όω)
δίνω τύπο (μορφὴ) σε σκέψη, ιδέα κ.λπ., διαμορφώνω
μσν.
1. σημαίνω, δείχνω, εννοώ («καθὼς ἂν αὐτοὶ διατυπώσητε»)
2. κανονίζω, προετοιμάζω
3. συμβολίζω («οἱ δέκα ἀπόστολοι... τὴν ἀόρατον διετύπουν... δεκάδα»)
μσν.-αρχ.
1. σκέφτομαι, φαντάζομαι, σχηματίζω στο μυαλό μου
2. παριστώ, εικονίζω («ἐπὶ τοῦ ἱεροῡ καλουμένου πυλῶνος διατετύπωται παιδίον μετὰ γενέσεως σύμβολον»)
3. θεσπίζω, ρυθμίζω, καθορίζω («ἡμέραν δ' ευχῶν ἡγεῑσθαι... διετύπου»)
4. παθ. είμαι κανονισμένος με συμφωνία
αρχ.
1. δίνω δουλειά, προσλαμβάνω κάποιον
2. δείχνω, παρουσιάζω
3. (για σφραγίδες) είμαι χαραγμένος.