επελαύνω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' ὁμοῡ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)<br /><b>4.</b> [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] [[τελευταίος]] («το τε ἡγούμενον τοῡ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να πληρώσει.
|mltxt=(AM [[ἐπελαύνω]]) [[ελαύνω]]<br /><b>1.</b> επιτίθεμαι [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> επιτίθεμαι ορμητικά<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[διέρχομαι]], [[διασχίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[κάπου]] («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] [[πάνω]] σε μια [[επιφάνεια]] [[μέταλλο]] σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] με τη βία («[[στέρνα]] θ' ὁμοῡ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)<br /><b>4.</b> [[εξοκέλλω]], [[πέφτω]] έξω<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[έρχομαι]] [[τελευταίος]] («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να πληρώσει.
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπελαύνω) ελαύνω
1. επιτίθεμαι έφιππος
2. επιτίθεμαι ορμητικά
αρχ.-μσν.
διέρχομαι, διασχίζω
αρχ.
1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
3. σπρώχνω με τη βία («στέρνα θ' ὁμοῡ καὶ χεῑρας ἐπήλασαν»)
4. εξοκέλλω, πέφτω έξω
5. παθ. έρχομαι τελευταίος («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», Ξεν.)
6. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει.