Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόρακος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
(21)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόρακος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόρακοι</i><br />σκυθική [[λέξη]] [[αντί]] <i>φίλιοι δαίμονες</i> («κοράκους καλεῑσθαι, τοῡτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ [[ὥσπερ]] ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>κοράξαι</i>, παρ. ρ. του [[κόραξ]] που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.].
|mltxt=[[κόρακος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κόρακοι</i><br />σκυθική [[λέξη]] [[αντί]] <i>φίλιοι δαίμονες</i> («κοράκους καλεῑσθαι, τοῦτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ [[ὥσπερ]] ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> <i>κοράξαι</i>, παρ. ρ. του [[κόραξ]] που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.].
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρᾰκος Medium diacritics: κόρακος Low diacritics: κόρακος Capitals: ΚΟΡΑΚΟΣ
Transliteration A: kórakos Transliteration B: korakos Transliteration C: korakos Beta Code: ko/rakos

English (LSJ)

ὁ, a plaster, Paul.Aeg.7.17.    II pl., Scythian for φίλιοι δαίμονες, Luc. Tox.7.

German (Pape)

[Seite 1484] ὁ, ein Fisch; Xenocrat. 12; Speusipp. bei Ath. III, 105 b, v. l. κόραξος. – Nach Luc. Tox. 7 in scythischer Sprache = φίλιοι δαίμονες.

Greek (Liddell-Scott)

κόρακος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Ξενοκρ. 12· ― ἐν Σπευσίππ. παρ’ Ἀθην. 105Β, ἀναγνωστέον κάραβον. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. Κόραξοι.

French (Bailly abrégé)

gén. sg. de κόραξ.

Greek Monolingual

κόρακος, ὁ (Α)
1. είδος εμπλάστρου
2. στον πληθ. οἱ κόρακοι
σκυθική λέξη αντί φίλιοι δαίμονες («κοράκους καλεῑσθαι, τοῦτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοράξαι, παρ. ρ. του κόραξ που μαρτυρείται μόνο στο απρμφ. αορ.].