λεηλατώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
(22)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λεηλατῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποκομίζω]] [[λεία]], [[λαφυραγωγώ]]<br /><b>2.</b> [[κατακλέβω]], [[ληστεύω]] («οι κλέφτες λεηλάτησαν το [[κατάστημα]]»)<br /><b>3.</b> [[αφανίζω]], [[ερημώνω]] («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ [[πεδίον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεηλατοῡμαι τῇ [[γαστρί]]» — [[είμαι]] [[λαίμαργος]], [[είμαι]] [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ήλατος</i><span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]] <i>ιππ</i>-<i>ηλατώ</i>, <i>σφυρ</i>-<i>ηλατώ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=(AM λεηλατῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποκομίζω]] [[λεία]], [[λαφυραγωγώ]]<br /><b>2.</b> [[κατακλέβω]], [[ληστεύω]] («οι κλέφτες λεηλάτησαν το [[κατάστημα]]»)<br /><b>3.</b> [[αφανίζω]], [[ερημώνω]] («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ [[πεδίον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λεηλατοῦμαι τῇ [[γαστρί]]» — [[είμαι]] [[λαίμαργος]], [[είμαι]] [[κοιλιόδουλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ήλατος</i><span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]] <i>ιππ</i>-<i>ηλατώ</i>, <i>σφυρ</i>-<i>ηλατώ</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM λεηλατῶ, -έω)
1. αποκομίζω λεία, λαφυραγωγώ
2. κατακλέβω, ληστεύω («οι κλέφτες λεηλάτησαν το κατάστημα»)
3. αφανίζω, ερημώνω («ἀπὸ θαλάσσης λεηλατεῡσι τὸ πεδίον», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «λεηλατοῦμαι τῇ γαστρί» — είμαι λαίμαργος, είμαι κοιλιόδουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεία + -ηλατῶ (< -ήλατος< ἐλαύνω), πρβλ ιππ-ηλατώ, σφυρ-ηλατώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].