λεοντώδης: Difference between revisions
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λεοντώδης]], -ῶδες) [[λέων]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], [[λεοντοειδής]] («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεοντῶδες</i><br />α) η [[φύση]] του λιονταριού («ἡ δ' [[αὐθάδεια]] καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται οὐχ [[ὅταν]] τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[γενναιότητα]], η [[γενναιοψυχία]] («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες | |mltxt=-ες (Α [[λεοντώδης]], -ῶδες) [[λέων]]<br />αυτός που μοιάζει με [[λιοντάρι]], [[λεοντοειδής]] («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεοντῶδες</i><br />α) η [[φύση]] του λιονταριού («ἡ δ' [[αὐθάδεια]] καὶ [[δυσκολία]] ψέγεται οὐχ [[ὅταν]] τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) η [[γενναιότητα]], η [[γενναιοψυχία]] («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῦ», <b>Πλούτ.</b>). Επιρρ. <i>λεοντωδῶς</i> (Α)<br />σαν [[λιοντάρι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
English (LSJ)
ες,
A lion-like, ἤθη Arist.Pol.1338b19; παῖς λ. τὴν φύσιν Plu.Alex.2; τὸ λ. the leonine element, Pl.R.590a, Plot.1.1.7; lionheartedness, Plu.Fab.1. Adv. -δῶς Posidon.15 J.
German (Pape)
[Seite 29] ες, = λεοντοειδής; Plat. Rep. IX, 590 a; Arist. pol. 8, 4; Plut. öfter. – Adv., Ath. IV, 152 a.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντώδης: -ες, = λεοντοειδής, ὅμοιος λέοντι, ἤθη Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 2· ― τὸ λεοντῶδες, ἡ διάθεσις, τὸ πνεῦμα λέοντος, Πλάτ. Πολ. 590Β. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀθήν. 152Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. λεοντοειδής ; τὸ λεοντῶδες PLUT nature de lion.
Étymologie: λέων, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α λεοντώδης, -ῶδες) λέων
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες
α) η φύση του λιονταριού («ἡ δ' αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», Πλάτ.)
β) η γενναιότητα, η γενναιοψυχία («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῦ», Πλούτ.). Επιρρ. λεοντωδῶς (Α)
σαν λιοντάρι.
Greek Monotonic
λεοντώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, σε Πλάτ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λεοντώδης: подобный льву, львиный (ἤθη Arst.).