πρόπτωση: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(34)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πρόπτωσις]] -ώσεως, ΝΑ [[προπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[μετατόπιση]] οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική [[θέση]] του και, ειδικότερα, η [[πτώση]] οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του [[θέση]] εξαιτίας της χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «[[πρόπτωση]] της μήτρας» β. «[[πρόπτωσις]] ὑστέρας», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τα μάτια) [[εκβολή]] [[προς]] τα έξω, [[προεκβολή]]<br /><b>2.</b> η [[προεκβολή]] τών δοράτων της [[φάλαγγας]]<br /><b>3.</b> [[κλίση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> εσπευσμένη, αστήρικτη [[κρίση]]<br /><b>5.</b> [[εκφυλισμός]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το να προσπίπτει [[κανείς]] στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἡ τοῡ φθόγγου [[πρόπτωσις]]» — [[εκφώνηση]], [[προφορά]].
|mltxt=η / [[πρόπτωσις]] -ώσεως, ΝΑ [[προπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> η [[μετατόπιση]] οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική [[θέση]] του και, ειδικότερα, η [[πτώση]] οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του [[θέση]] εξαιτίας της χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «[[πρόπτωση]] της μήτρας» β. «[[πρόπτωσις]] ὑστέρας», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με τα μάτια) [[εκβολή]] [[προς]] τα έξω, [[προεκβολή]]<br /><b>2.</b> η [[προεκβολή]] τών δοράτων της [[φάλαγγας]]<br /><b>3.</b> [[κλίση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> εσπευσμένη, αστήρικτη [[κρίση]]<br /><b>5.</b> [[εκφυλισμός]]<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το να προσπίπτει [[κανείς]] στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἡ τοῦ φθόγγου [[πρόπτωσις]]» — [[εκφώνηση]], [[προφορά]].
}}
}}

Latest revision as of 13:05, 15 February 2019

Greek Monolingual

η / πρόπτωσις -ώσεως, ΝΑ προπίπτω
1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω
2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας της χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «πρόπτωση της μήτρας» β. «πρόπτωσις ὑστέρας», Διοσκ.)
αρχ.
1. (σχετικά με τα μάτια) εκβολή προς τα έξω, προεκβολή
2. η προεκβολή τών δοράτων της φάλαγγας
3. κλίση, ροπή προς κάτι
4. εσπευσμένη, αστήρικτη κρίση
5. εκφυλισμός
6. μτφ. το να προσπίπτει κανείς στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον
7. φρ. «ἡ τοῦ φθόγγου πρόπτωσις» — εκφώνηση, προφορά.