ἀστρονομία: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astronomia
|Transliteration C=astronomia
|Beta Code=a)stronomi/a
|Beta Code=a)stronomi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">astronomy</b>, Hp.<b class="b2">Aër</b>.2, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>201</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>188b</span>, etc.; title of a work ascribed to Hesiod, and Ptolemy's <b class="b3">σύνταξις</b>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Mete.</span>68.20</span>, al.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">astronomy</b>, Hp.Aër.2, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>201</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>188b</span>, etc.; title of a work ascribed to Hesiod, and Ptolemy's <b class="b3">σύνταξις</b>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Mete.</span>68.20</span>, al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:05, 20 August 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρονομία Medium diacritics: ἀστρονομία Low diacritics: αστρονομία Capitals: ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: astronomía Transliteration B: astronomia Transliteration C: astronomia Beta Code: a)stronomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A astronomy, Hp.Aër.2, Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, etc.; title of a work ascribed to Hesiod, and Ptolemy's σύνταξις, Olymp.in Mete.68.20, al.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Ar. Nub. 201; ἡ περὶ ἄστρων τε φορᾶς καὶ ἐνιαυτῶν ὥρας Plat. Conv. 188 b u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρονομία: ἡ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 201, Πλάτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρονόμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hp.Aër.2
1 astronomía μάθοι ἂν ὅτι οὐκ ἐλάχιστον μέρος ξυμβάλλεται ἀστρονομίη ἐς ἰητρικήν Hp.l.c., cf. Ar.Nu.201, Pl.Smp.188b, Grg.451c, Eudox.Fr.270, D.Chr.70.4, 9, Plot.3.1.3
ἐξ ἀστρονομίας según la astronomía Philostr.Her.47.8
ἡ ἀ. tít. de una obra atribuida a Hesíodo, Olymp.in Mete.68.20.
2 astrología Χαλδαίων ἀ. καὶ γενεθλιαλογία Gr.Naz.M.36.340B.

Greek Monolingual

η (AM ἀστρονομία) αστρονόμος
η επιστήμη που μελετά όλα τα ουράνια αντικείμενα πέρα από τη Γη και το άμεσο περιβάλλον της (τη Σελήνη, τον Ήλιο και τους πλανήτες με τους δορυφόρους τους, τους μετεωρίτες, τους αστέρες, τους γαλαξίες), το μεσοαστρικό και το μεσοπλανητικό υλικό και τέλος το σύμπαν ως σύνολο
αρχ.
αστρολογία.

Greek Monotonic

ἀστρονομία: ἡ, αστρονομία, επιστήμη μελέτης του ουρανού, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρονομία: ἡ изучение небесных светил, астрономия Arph., Plat.

Middle Liddell

ἀστρονόμος
astronomy, Ar., Plat., etc.