σημικίνθιον: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(1b) |
(c2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σημικίνθιον]], ορ [[σιμικίνθιον]], ου, τό,<br />the Lat. [[semicinctium]], an [[apron]] or [[kerchief]], NTest. | |mdlsjtxt=[[σημικίνθιον]], ορ [[σιμικίνθιον]], ου, τό,<br />the Lat. [[semicinctium]], an [[apron]] or [[kerchief]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':simik⋯nqion 西米-卿提按<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':(半-圍帶)<p>'''字義溯源''':圍裙,半圓形圍帶,圍巾<p/>'''出現次數''':總共(1);徒(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 圍裙(1) 徒19:12 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 2 October 2019
English (LSJ)
(written σιμικίνθιον), τό, Lat.
A semicinctium, apron or kerchief, Act.Ap.19.12.
German (Pape)
[Seite 875] τό, das lat. semicinctum, Schürze, Handtuch, Schnupftuch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σημικίνθιον: ἢ σιμικίνθιον, τό, Λατ. semicinctium, «ποδιὰ» ἢ «μανδῆλι», Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tablier ou de fichu.
Étym. lat. semicinctium.
Greek Monolingual
και σιμικίνθιον, τὸ, Α
η ποδιά, η μπροστέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi- (πρβλ. ημι-) + cinctus «ζώνη»].
Greek Monotonic
σημικίνθιον: ή σιμικίνθιον, τό, το Λατ. semicinctium, ποδιά ή πετσέτα κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σημικίνθιον: τό NT v. l. = σιμικίνθιον.
Middle Liddell
σημικίνθιον, ορ σιμικίνθιον, ου, τό,
the Lat. semicinctium, an apron or kerchief, NTest.
Chinese
原文音譯:simik⋯nqion 西米-卿提按詞類次數:名詞(1)
原文字根:(半-圍帶)
字義溯源:圍裙,半圓形圍帶,圍巾
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 圍裙(1) 徒19:12