готовить: Difference between revisions
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καταρτίζω]], [[ἐπεντύνω]], [[ἐπισκευάζω]], [[ἐνσκευάζω]], [[ἐφοπλίζω]], [[πορσύνω]], [[σκευάζω]], [[παραρτύομαι]], [[πράσσω]], [[ἐξευμαρίζω]], [[περιστέλλω]], [[περιμηχανάομαι]], [[ἀμφιπονέομαι]], [[προχειρίζομαι]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[παραρτάω]], [[παραρτέω]], [[ἑτοιμάζω]], [[ἐπιφράζομαι]], [[κατακοσμέω]], [[ἐπαρτύω]], [[σκέπτομαι]], [[ἐντύνω]], [[ἐντύω | |rueltext=[[κατασκευάζω]], [[καταρτίζω]], [[ἐπεντύνω]], [[ἐπισκευάζω]], [[ἐνσκευάζω]], [[ἐφοπλίζω]], [[πορσύνω]], [[σκευάζω]], [[παραρτύομαι]], [[πράσσω]], [[ἐξευμαρίζω]], [[περιστέλλω]], [[περιμηχανάομαι]], [[ἀμφιπονέομαι]], [[προχειρίζομαι]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[παραρτάω]], [[παραρτέω]], [[ἑτοιμάζω]], [[ἐπιφράζομαι]], [[κατακοσμέω]], [[ἐπαρτύω]], [[σκέπτομαι]], [[ἐντύνω]], [[ἐντύω]], [[στέλλω]], [[τεύχω]], [[πένομαι]], [[ἀλεγύνω]], [[ἐξαρτύω]], [[κυρκανάω]], [[φυτεύω]], [[ἀραρίσκω]], [[τίθημι]], [[συσκευάζω]], [[ἀρτύνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[κορύσσω]], [[ὑφαίνω]], [[κοσμέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
κατασκευάζω, καταρτίζω, ἐπεντύνω, ἐπισκευάζω, ἐνσκευάζω, ἐφοπλίζω, πορσύνω, σκευάζω, παραρτύομαι, πράσσω, ἐξευμαρίζω, περιστέλλω, περιμηχανάομαι, ἀμφιπονέομαι, προχειρίζομαι, μηχανάω, μηχανάομαι, μηχανέομαι, παραρτάω, παραρτέω, ἑτοιμάζω, ἐπιφράζομαι, κατακοσμέω, ἐπαρτύω, σκέπτομαι, ἐντύνω, ἐντύω, στέλλω, τεύχω, πένομαι, ἀλεγύνω, ἐξαρτύω, κυρκανάω, φυτεύω, ἀραρίσκω, τίθημι, συσκευάζω, ἀρτύνω, ἐπιτίθημι, κορύσσω, ὑφαίνω, κοσμέω