ἐξευμαρίζω
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A make light or make easy, συμφοράς E.HF18; ᾠδὴ ἐξευμαρίζει τὴν ἔνδειαν Ph.2.477; θεὸς ἐξευμαρίζει πάντα ib.83, cf. 426 (Pass.), Babr. [46a], Simp.in Cael.667.25.
II Med., prepare, E.HF81:—Pass., ἐξευμαρίσθη· παρεσκευάσθη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 879] 1) leicht machen, Eur. Herc. Fur. 18 u. Sp. – 2) leicht beschaffen, im med., πόρον σωτηρίας Eur. Herc. Fur. 81.
French (Bailly abrégé)
faciliter, alléger;
Moy. ἐξευμαρίζομαι faciliter, préparer.
Étymologie: ἐξ, εὐμαρής.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευμᾰρίζω:
1 делать легким, облегчать, смягчать (τὰς συμφοράς τινος Eur.);
2 med. готовить, иметь наготове (ἐλπίδα τινὰ ἢ πόρον σωτηρίας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευμᾰρίζω: καθιστῶ τι εὐμαρές, ἐλαφρόν, κουφίζω, συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων Εὐρ. Ἡρ. Μαιτ. 18, πρβλ. Βαβρ. 46. ΙΙ. Μεσ., παρασκευάζω, Λατ. expedire, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 81.
Greek Monolingual
ἐξευμαρίζω (Α) ευμαρίζω
1. καθιστώ κάτι εύκολο, ανακουφίζω κάποιον («συμφορὰς δὲ τὰς ἐμὰς ἐξευμαρίζων», Ευρ.)
2. μέσ. παρασκευάζω
(«τίν' ἐλπίδαἤ πόρον σωτηρίας ἐξευμαρίζει, πρέσβυ;», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξευμᾰρίζω: μέλ. -σω,
I. κάνω κάτι ελαφρύτερο ή ανακουφίζω, σε Ευρ.
II. Μέσ., παρασκευάζω, προετοιμάζω, Λατ. expedire, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to make light or easy, Eur.
II. Mid. to prepare, Lat. expedire, Eur.