прилаживать: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιτίθημι]], [[ἀραρίσκω]], [[περιπήγνυμι]], [[περιπηγνύω]], [[ἐνάπτω]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[προσποιέω]], [[ἐναραρίσκω]], [[ἐφαρμόζω]], [[ἐφαρμόττω]], [[ἐφαρμόσδω]], [[κατακοσμέω]], [[προσάπτω]], [[προτιάπτω]], [[καθαρμόζω]], [[καταρμόζω]], [[συναρμόζω]], [[συναρμόττω]], [[ἐπαραρίσκω]], [[προσαρμόζω]], [[προσαρμόττω]], [[ἐπαρτύω]], [[περιαρμόζω]], [[προσαραρίσκω]], [[προσαρτάω]], [[προσστέλλω]], [[ἀκριβόω]] | |rueltext=[[ἀρτύνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[ἀραρίσκω]], [[περιπήγνυμι]], [[περιπηγνύω]], [[ἐνάπτω]], [[ἁρμόζω]], [[ἁρμόττω]], [[ἁρμόσδω]], [[προσποιέω]], [[ἐναραρίσκω]], [[ἐφαρμόζω]], [[ἐφαρμόττω]], [[ἐφαρμόσδω]], [[κατακοσμέω]], [[προσάπτω]], [[προτιάπτω]], [[καθαρμόζω]], [[καταρμόζω]], [[συναρμόζω]], [[συναρμόττω]], [[ἐπαραρίσκω]], [[προσαρμόζω]], [[προσαρμόττω]], [[ἐπαρτύω]], [[περιαρμόζω]], [[προσαραρίσκω]], [[προσαρτάω]], [[προσστέλλω]], [[ἀκριβόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀρτύνω, ἐπιτίθημι, ἀραρίσκω, περιπήγνυμι, περιπηγνύω, ἐνάπτω, ἁρμόζω, ἁρμόττω, ἁρμόσδω, προσποιέω, ἐναραρίσκω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω, κατακοσμέω, προσάπτω, προτιάπτω, καθαρμόζω, καταρμόζω, συναρμόζω, συναρμόττω, ἐπαραρίσκω, προσαρμόζω, προσαρμόττω, ἐπαρτύω, περιαρμόζω, προσαραρίσκω, προσαρτάω, προσστέλλω, ἀκριβόω