осаждать: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀμφιστρατάομαι]], [[ἐγκάθημαι]], [[ἐπιχράω]], [[περιστέφω]], [[περιπέλομαι]], [[πυργομαχέω]], [[πολιορκέω]], [[περικαθίζω]], [[πορθέω]], [[περιστρατοπεδεύω]], [[προσκαθίζω]], [[περικαθέζομαι]], [[ἐπικαθίζω]], [[ἐπικάθημαι]], [[προσκαθέζομαι]], [[περικάθημαι]], [[περικάτημαι]], [[προσκάθημαι]], [[προσκάτημαι]], [[προσεδρεύω]], [[ἀμφιμάχομαι]] | |rueltext=[[πρόσημαι]], [[ἀμφιστρατάομαι]], [[ἐγκάθημαι]], [[ἐπιχράω]], [[περιστέφω]], [[περιπέλομαι]], [[πυργομαχέω]], [[πολιορκέω]], [[περικαθίζω]], [[πορθέω]], [[περιστρατοπεδεύω]], [[προσκαθίζω]], [[περικαθέζομαι]], [[ἐπικαθίζω]], [[ἐπικάθημαι]], [[προσκαθέζομαι]], [[περικάθημαι]], [[περικάτημαι]], [[προσκάθημαι]], [[προσκάτημαι]], [[προσεδρεύω]], [[ἀμφιμάχομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 15 October 2019
Russian > Greek
πρόσημαι, ἀμφιστρατάομαι, ἐγκάθημαι, ἐπιχράω, περιστέφω, περιπέλομαι, πυργομαχέω, πολιορκέω, περικαθίζω, πορθέω, περιστρατοπεδεύω, προσκαθίζω, περικαθέζομαι, ἐπικαθίζω, ἐπικάθημαι, προσκαθέζομαι, περικάθημαι, περικάτημαι, προσκάθημαι, προσκάτημαι, προσεδρεύω, ἀμφιμάχομαι