δίκωλος: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikolos | |Transliteration C=dikolos | ||
|Beta Code=di/kwlos | |Beta Code=di/kwlos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with two limbs</b> or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with two limbs</b> or [[legs]], Lyc.636, ἀκρίδια Dsc.2.94; of a crane, μηχανή <span class="title">Milet.</span>7.60; <b class="b2">in two sections</b>, σύριγγες <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in Rhet., <b class="b2">with two members</b>, περίοδος <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>34</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Inv.</span>4.3</span>, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Fig.</span>p.98S.</span>:—also in metre, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1212</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:25, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A with two limbs or legs, Lyc.636, ἀκρίδια Dsc.2.94; of a crane, μηχανή Milet.7.60; in two sections, σύριγγες Nicom.Harm.10. II in Rhet., with two members, περίοδος Demetr.Eloc.34, Hermog.Inv.4.3, Hdn.Fig.p.98S.:—also in metre, Sch.Ar.Ach.1212, etc.
German (Pape)
[Seite 630] zweigliedrig; σφενδόναι Lycophr. 636. Bei Gramm. u. Rhett. = zwei κῶλα, Satzglieder, habend.
Greek (Liddell-Scott)
δίκωλος: -ον, ἔχων δύο μέλη ἢ σκέλη, Λυκόφρ. 636, Διοσκ. 2. 116. ΙΙ. ὁ ἐκ δύο κώλων ἢ μερῶν ἀποτελούμενος, περίοδος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1212, κτλ.· ― καὶ οὐσιαστ. δικωλία, ἡ, Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble cuerda σφενδόναι Lyc.636
•de dos entrenudos o secciones separadas por nudos αἱ γὰρ δίκωλοι (σύριγγες) διπλάσιον ἠχοῦσι τῶν τετρακώλων Nicom.Harm.10.
2 de dos miembros, bimembre καρπὸν δὲ ἔχει ἐπ' ἄκρῳ ὥσπερ ἀκρίδια δίκωλα de la avena, Dsc.2.94
•mec. de dos mástiles ref. a grúas para levantar piedras δικώλου (μηχανῆς) σταθείσης ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον Didyma 32.11, cf. 39.44 (ambas II a.C.), ἐπὶ δὲ τῶν εἰς ὕψος βασταζομένων φορτίων ... μηχαναὶ γίνονται αἱ μὲν μονόκωλοι, αἱ δὲ δίκωλοι Hero Fr.2.294, cf. 272.
3 ret. que tiene dos miembros o cola περίοδος Demetr.Eloc.34, cf. 252, Hermog.Inu.4.3 (p.180), Sch.Aeschin.2.12
•tb. en métr. περίοδοι Sch.Ar.Ach.1214a.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δίκωλος, -ον)
γραμμ. (για περίοδο λόγου) αυτός που αποτελείται από δύο κώλα
νεοελλ.
1. (για αγγείο) αυτός που έχει δύο πάτους, πυθμένες
2. φρ. «δίκωλο πινάκι» — διπρόσωπος άνθρωπος
αρχ.
αυτός που έχει δύο σκέλη, μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -κωλος < κώλον (πρβλ. ισόκωλος, μακρόκωλος)].
Russian (Dvoretsky)
δίκωλος: стих., рит. двучленный.