νεκρικός: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekrikos | |Transliteration C=nekrikos | ||
|Beta Code=nekriko/s | |Beta Code=nekriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for the dead</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>24.1</span>; <b class="b3">νεκρικά, τά,</b> <b class="b2">inheritances, legacies</b>, Vett. Val. <span class="bibl">37.15</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[deathlike]], χείλη <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>1.2</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Peregr.</span>33</span>, <span class="bibl"><span class="title">Philops.</span>32</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:00, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the dead, Luc.DDeor.24.1; νεκρικά, τά, inheritances, legacies, Vett. Val. 37.15, al. 2 deathlike, χείλη Luc.DMeretr.1.2. Adv. -κῶς Id.Peregr.33, Philops.32.
German (Pape)
[Seite 237] den Todten betreffend; νεκρικὰ διαπράττει, er besorgt die Todtengeschäfte, Luc. D. D. 24, 1; νεκρικῶς τὴν χροίαν ἔχων, Todtenfarbe, Peregr. 33.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νεκρούς, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1· ὅμοιος πρὸς νεκρόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑταιρ. Διαλ. 1. 2. Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 33, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les morts.
Étymologie: νεκρός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεκρικός, -ή, -όν) νεκρός
1. αυτός που ανήκει αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό ή στους νεκρούς, νεκρώσιμος, επιθανάτιος (α. «νεκρική λαμπάδα» β. «νεκρικός θάλαμος» — ο θάλαμος στον οποίο τοποθετείται ο νεκρός πριν από την κηδεία)
2. ο όμοιος με νεκρό ή αυτός που έχει χαρακτηριστικά νεκρού («δεν ήνοιξα ακόμα... το νεκρικόν μου στόμα», Βαλαωρ.)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεκρικά
η κληρονομιά
2. φρ. «Νεκρικοί Διάλογοι» — τίτλος διαλόγων του Λουκιανού, που γίνονται μεταξύ νεκρών και τών θεών του Άδη.
επίρρ...
νεκρικώς και -ά (ΑΜ νεκρικῶς, Μ και -ά) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό.
Greek Monotonic
νεκρικός: -ή, -όν (νεκρός), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για νεκρό, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
νεκρικός:
1) касающийся мертвецов: νεκρικὰ συνδιαπράττειν Luc. заботиться о делах, связанных с умершими, т. е. устраивать похороны;
2) трупный, как у мертвеца (τὰ χείλη Luc.).
Middle Liddell
νεκρικός, ή, όν νεκρός
of or for the dead, Luc. adv. -κῶς, Luc.