στοιχειωτικός: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoicheiotikos | |Transliteration C=stoicheiotikos | ||
|Beta Code=stoixeiwtiko/s | |Beta Code=stoixeiwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[elementary]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>242</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[serial]], ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.[[l]].<span class="bibl">3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:50, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A elementary, Epicur.Fr.242. 2 serial, ὁ τῆς ἑπταζώνου σ. λόγος Paul.Al.l.3.
German (Pape)
[Seite 946] zum στοιχειωτής od. zur στοιχείωσις gehörig, elementarisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχειωτικός: -ή, -όν, στοιχειώδης, Διογ. Λ. 10. 30· διδαχή, φιλοσοφία Κλήμ. Ἀλ. 673, 771. ΙΙ. μαγικός, Βυζ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ, σ. 46.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ στοιχειωτής
στοιχειώδης («στοιχειωτικὴ παίδων διδασκαλία», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
μαγικός («στοιχειωτικοὶ λόγοι» — μαγικοί επωδοί, Σκυλίτζ. Ιω.)
αρχ.
αυτός που ανήκει σε στοίχο, σε ορισμένη σειρά ή τάξη («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχειωτικὸς λόγος», Παύλ.).
Russian (Dvoretsky)
στοιχειωτικός: первичный, элементарный, основной Diog. L.