συγχρηματίζω: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchrimatizo | |Transliteration C=sygchrimatizo | ||
|Beta Code=sugxrhmati/zw | |Beta Code=sugxrhmati/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">to be associated with</b>, <b class="b3">συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν</b> the Greek date <b class="b2">shall be used along with</b> the Roman, <span class="title">OGI</span>458.53 (i B.C.), cf. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>79</span>, <span class="bibl">Vett.Val.278.11</span>; <b class="b2">act together with</b>, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2135.3</span> (ii A.D.), cf. <span class="title">Ath.Mitt.</span>37.277 (Pergam.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>397.26</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1104.14</span> (ii A.D.): abs., <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.221</span> (iii B.C., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>7.79), <span class="bibl"><span class="title">PLille</span> 49.3</span> (iii B.C., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>7.297); <b class="b3">ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων</b> shall have his name inscribed at the head of | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">to be associated with</b>, <b class="b3">συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν</b> the Greek date <b class="b2">shall be used along with</b> the Roman, <span class="title">OGI</span>458.53 (i B.C.), cf. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>79</span>, <span class="bibl">Vett.Val.278.11</span>; <b class="b2">act together with</b>, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2135.3</span> (ii A.D.), cf. <span class="title">Ath.Mitt.</span>37.277 (Pergam.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>397.26</span> (ii A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1104.14</span> (ii A.D.): abs., <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.221</span> (iii B.C., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>7.79), <span class="bibl"><span class="title">PLille</span> 49.3</span> (iii B.C., cf. <span class="title">Arch.Pap.</span>7.297); <b class="b3">ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων</b> shall have his name inscribed at the head of [[contracts]], IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:00, 28 June 2020
English (LSJ)
A to be associated with, συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν the Greek date shall be used along with the Roman, OGI458.53 (i B.C.), cf. Ptol.Tetr.79, Vett.Val.278.11; act together with, τινὶ ἐν τοῖς τῆς πόλεως λόγοις POxy.2135.3 (ii A.D.), cf. Ath.Mitt.37.277 (Pergam.), PTeb.397.26 (ii A.D.), PSI10.1104.14 (ii A.D.): abs., PPetr.3p.221 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.79), PLille 49.3 (iii B.C., cf. Arch.Pap.7.297); ἐπιγράφεσθαι ἐπὶ τῶν συγχρηματιζομένων shall have his name inscribed at the head of contracts, IGRom. 4.292.38 (Pergam., ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συγχρηματίζω: καλοῦμαι διὰ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος μετά τινος ἄλλου, συμνημονεύομαι, τινὶ Ὠριγέν. τ. 1, 1. 91Β· ― συνδέομαι, ἐν συζυγίᾳ εἰμί, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 79, 8· πρβλ. χρηματίζω.
Greek Monolingual
Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].
Greek Monolingual
Α
1. χρησιμοποιούμαι συγχρόνως με άλλον, συνδέομαι με κάποιον («συγχρηματίζειν τῇ Ῥωμαϊκῇ καὶ τὴν Ἑλληνικὴν ἡμέραν», επιγρ.)
2. ενεργώ από κοινού με άλλον
3. έχω ίδιο όνομα με άλλον
4. συμπράττω για τη διεκπεραίωση υπηρεσιακής υπόθεσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + χρηματίζω «ενεργώ, διαπραγματεύομαι, καλούμαι» (< χρήμα, -ατος)].