βαρυβρώς: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(nl) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=varyvros | |Transliteration C=varyvros | ||
|Beta Code=barubrw/s | |Beta Code=barubrw/s | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. <b class="b3">βρῶτος</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, ἡ, gen. <b class="b3">βρῶτος</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[gnawing]], [[corroding]], στόνος <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>695</span>(lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:10, 29 June 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. βρῶτος,
A gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).
German (Pape)
[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.
French (Bailly abrégé)
ῶτος (ἡ, ὁ)
qui dévore cruellement.
Étymologie: βαρύς, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
(βᾰρυβρώς) -ῶτος adj. gravemente devorador στόνος S.Ph.695.
Greek Monolingual
βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].
Greek Monotonic
βᾰρῠβρώς: ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυβρώς: ῶτος adj. вызываемый гложущей болью (στόνος Soph.).
Middle Liddell
βιβρώσκω
gnawing, corroding, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυβρώς -ῶτος βαρύς, βιβρώσκω zwaar vretend, knagend :. στόνος gesteun Soph. Ph. 695.