μονία: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monia | |Transliteration C=monia | ||
|Beta Code=moni/a | |Beta Code=moni/a | ||
|Definition=(B), Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, (μόνος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=(B), Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, (μόνος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[solitude]], [[celibacy]], <span class="bibl">Max.71</span>.</span><br /><span class="bld">μονία</span> (A), Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, (μένω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[changelessness]], <span class="bibl">Emp.27.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[steadfastness]], <span class="bibl">Tyrt.1.15</span> Diehl; <b class="b3">μανία</b> derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.<span class="title">TP</span>1.145.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:17, 29 June 2020
English (LSJ)
(B), Ion. -ιη, ἡ, (μόνος)
A solitude, celibacy, Max.71.
μονία (A), Ion. -ιη, ἡ, (μένω)
A changelessness, Emp.27.4. 2 steadfastness, Tyrt.1.15 Diehl; μανία derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.TP1.145.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μένω) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.
Greek Monolingual
(I)
μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)
κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- του μένω (πρβλ. μονή), κατ' απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,].
(II)
μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) μόνος
το να ζει κανείς απομονωμένος, μοναξιά
μσν.
1. εμμονή
2. η ζωή μοναχού, ο μοναστικός βίος
3. κελλί μοναχού
αρχ.
ανεξαρτησία.
Russian (Dvoretsky)
μονία: ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.