εὐερέθιστος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(15) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=everethistos | |Transliteration C=everethistos | ||
|Beta Code=eu)ere/qistos | |Beta Code=eu)ere/qistos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[easily excited]], [[irritable]], <span class="bibl">Str.14.2.24</span>; μέρη Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.39.1</span>; διαθέσεις Antyll. ap. eund.<span class="bibl">10.13.6</span>; <b class="b2">easily provoked</b>, εἰς ὀργάς <span class="bibl">Plot.1.8.14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A easily excited, irritable, Str.14.2.24; μέρη Ruf. ap. Orib.8.39.1; διαθέσεις Antyll. ap. eund.10.13.6; easily provoked, εἰς ὀργάς Plot.1.8.14.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu reizen, Strab. XIV p. 660.
Greek (Liddell-Scott)
εὐερέθιστος: -ον, εὐκόλως ἐρεθιζόμενος, Στράβων 660.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐερέθιστος, -ον)
1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα
2. αυτός που εξάπτεται, που οργίζεται εύκολα, ο ευέξαπτος, ο θυμώδης («νευρική και ευερέθιστη»)
νεοελλ.
(για μερικά όργανα του σώματος και κυρίως για το δέρμα) αυτός που υπόκειται εύκολα σε ερεθισμό, ο επιρρεπής σε φλόγωση.