κρύφα: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kryfa
|Transliteration C=kryfa
|Beta Code=kru/fa
|Beta Code=kru/fa
|Definition=[ῠ], Adv., (κρύπτω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κρύβδα]], <b class="b2">without the knowledge of</b>, c. gen., <span class="bibl">Th.1.101</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs., [[secretly]], <span class="bibl">Aen.Tact.2.4</span>; <b class="b2">by ballot</b>, <span class="bibl">Th. 4.88</span>; [[obscurely]], κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.</span>
|Definition=[ῠ], Adv., (κρύπτω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κρύβδα]], [[without the knowledge of]], c. gen., <span class="bibl">Th.1.101</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> abs., [[secretly]], <span class="bibl">Aen.Tact.2.4</span>; <b class="b2">by ballot</b>, <span class="bibl">Th. 4.88</span>; [[obscurely]], κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:00, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφᾰ Medium diacritics: κρύφα Low diacritics: κρύφα Capitals: ΚΡΥΦΑ
Transliteration A: krýpha Transliteration B: krypha Transliteration C: kryfa Beta Code: kru/fa

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (κρύπτω)

   A = κρύβδα, without the knowledge of, c. gen., Th.1.101.    2 abs., secretly, Aen.Tact.2.4; by ballot, Th. 4.88; obscurely, κ. καὶ δι' αἰνιγμάτων Plu.2.1125e.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφᾰ: Ἐπίρρ. (κρύπτω) = κρύβδα, κρυφά, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ εἰξεύρῃ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς, μετὰ γεν., Θουκ. 1. 101, Πλούτ. 2. 1125Ε. 2) ἀπολ., μυστικῶς, κρυφίως, Θουκ. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
secrètement, en cachette : τινος, de qqn.
Étymologie: κρύπτω.

English (Slater)

κρῠφᾱ
   1 secretly ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.47) νεκρὸν ἵππον στυγέοισιν λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι (Boeckh: κρύφα codd.) fr. 203. 2.
κρῠφᾰ
   1 secretly αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33)

Greek Monolingual

κρύφα (AM)
επίρρ. χωρίς να το γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.)
αρχ.
1. μυστικά
2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι' αἰνιγμάτων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. -κρύφθ-ην). Πιθ. να σχηματίστηκε κατά το επίρρ. σάφα «σαφώς, βεβαίως, ασφαλώς»].

Greek Monotonic

κρύφᾰ: επίρρ., = κρύβδα, χωρίς τη γνώση του, με γεν., σε Θουκ.· απόλ. κρυφά, μυστικά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κρύφᾰ: (ῠ) adv. Thuc., Plut. = κρύβδα I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφα [κρύπτω] adv., in het geheim:; κρύφα διαψηφισάμενοι in een geheime stemming Thuc. 4.88.1; met gen.: buiten medeweten van.

Middle Liddell

= κρύβδα,]
without the knowledge of, c. gen., Thuc.: absol. secretly, Thuc.