λειτούργημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leitoyrgima | |Transliteration C=leitoyrgima | ||
|Beta Code=leitou/rghma | |Beta Code=leitou/rghma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[performance of a public service]], <span class="bibl">D.H.6.40</span>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Ages.</span>36</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1412.14</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.21d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[performance of religious ritual]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>4.32</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A performance of a public service, D.H.6.40, Plu. Ages.36, POxy.1412.14 (iii A.D.), Jul.Or.1.21d. 2 performance of religious ritual, LXX Nu.4.32.
German (Pape)
[Seite 26] τό, ein dem Volke oder Staate in einem öffentlichen Amte geleisteter Dienst, Plut. Ages. 36 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λειτούργημα: τό, ἡ ἐκτέλεσις λειτουργίας, Πλουτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― ὡσαύτως λειτουργησία, ἡ, πιθ. γραφὴ παρὰ Φιλοστρ. τ. 2 σ. 112, 29, ἔκδ. Kayser.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 accomplissement d’un service public;
2 p. ext. accomplissement d’un service en gén.
Étymologie: λειτουργέω.
Greek Monolingual
το (AM λειτούργημα) λειτουργώ
δημόσια υπηρεσία η οποία ασκείται υπέρ του λαού ή της πολιτείας
νεοελλ.
προσφορά υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο («το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα»)
(νεο-ελλ.-μσν.) το σύνολο τών καθηκόντων, το αξίωμα του λειτουργού, ιδίως του δημόσιου
αρχ.
η εκτέλεση του τυπικού της θείας λατρείας.
Greek Monotonic
λειτούργημα: τό, εκτέλεση μιας λειτουργίας, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λειτούργημα: ατος τό выполнение общественно-государственной или служебной повинности Plut.
Middle Liddell
λειτούργημα, ατος, τό,
the performance of a λειτουργία, Plut.