μεταγενής: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metagenis | |Transliteration C=metagenis | ||
|Beta Code=metagenh/s | |Beta Code=metagenh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[born after]], <b class="b3">ὁ μεταγενής</b> [[the youngest]], <span class="bibl">Men.154</span>: Comp. -έστερος <span class="bibl">D.S.12.11</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>80</span>; <b class="b3">οἱ μεταγενέστεροι</b> [[posterity]], <span class="bibl">D.S. 11.14</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.10</span>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 4p.426M.</span> </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">of later time</b>, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>9</span>: hence, in Philos., <b class="b3">ταῦτα -έστερα τῶν γενῶν τοῦ ὄντος</b> prob. in <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span>p.850</span> S.; also <b class="b3">μ. μετὰ ταῦτα τὴν πολυπραγμοσύνην</b> [[consequent]], Phld.<span class="title">Rh.</span>2.262 S.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:10, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A born after, ὁ μεταγενής the youngest, Men.154: Comp. -έστερος D.S.12.11, Luc.Salt.80; οἱ μεταγενέστεροι posterity, D.S. 11.14, J.BJ2.8.10, Hierocl.in CA 4p.426M. 2 of later time, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς D.H.Th.9: hence, in Philos., ταῦτα -έστερα τῶν γενῶν τοῦ ὄντος prob. in Procl. in Prm.p.850 S.; also μ. μετὰ ταῦτα τὴν πολυπραγμοσύνην consequent, Phld.Rh.2.262 S.
German (Pape)
[Seite 145] ές, nachher, später geboren; Men. bei Ath. XIII, 559 e; Luc. de salt. 80; gew. im compar., οἱ μεταγενέστεροι, die Nachkommen, D. Sic. 1, 15. 11, 14; Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μεταγενής: -ές, ὁ μετὰ ταῦτα γεννηθείς, ὁ μεταγενής, ὁ νεώτατος, ὁ ἔσχατος γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ μετὰ ταῦτα ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né plus tard ; en gén. dernier;
Cp. μεταγενέστερος postérieur, ultérieur.
Étymologie: μετά, γίγνομαι.
Greek Monolingual
μεταγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, ο μεταγενέστερος, ο μετά από άλλον ή μετά από κάποιο γεγονός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μεταγενής
ο νεώτατος, ο πιο νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. και προγενής (> προγενέστερος)].
Russian (Dvoretsky)
μεταγενής: тж. compar. родившийся позже, т. е. младший Men., Luc.: οἱ μεταγενέστεροι Diod. потомки.