τροπολογία: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tropologia | |Transliteration C=tropologia | ||
|Beta Code=tropologi/a | |Beta Code=tropologi/a | ||
|Definition=ἡ, = <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, = <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[moralis intelligentia]], Gloss.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:10, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ, =
A moralis intelligentia, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τροπολογία: ἡ, ἡ διὰ τροπικῶν λέξεων ἔκφρασις, ἀλληγορία, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 540, Φωτ. Βιβλιοθ. 161. 26.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τροπολογῶ
νεοελλ.
1. τροποποίηση της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος
2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις
μσν.-αρχ.
αλληγορική, μεταφορική έκφραση.
Russian (Dvoretsky)
τροπολογία: ἡ рит. изобилующая тропами речь.