ἀχάρακτος: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=acharaktos | |Transliteration C=acharaktos | ||
|Beta Code=a)xa/raktos | |Beta Code=a)xa/raktos | ||
|Definition=[<b class="b3">χᾰ], ον,</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">χᾰ], ον,</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not marked]] or [[branded]], κάμηλος <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>13.8</span> (iii A. D.); [[not stamped]], Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of ships, [[without emblem]] or [[figurehead]], PLille22.6; [[not graven]] or [[cut]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span> 13.84</span>; [[that cannot be cut]], <b class="b3">σιδήρῳ γυῖα ἀ</b>. ib.<span class="bibl">16.158</span>, cf. <span class="bibl">26.242</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:09, 1 July 2020
English (LSJ)
[χᾰ], ον,
A not marked or branded, κάμηλος BGU13.8 (iii A. D.); not stamped, Ath.Mitt.33.384 (Pergam.); of ships, without emblem or figurehead, PLille22.6; not graven or cut, Nonn.D. 13.84; that cannot be cut, σιδήρῳ γυῖα ἀ. ib.16.158, cf. 26.242.
German (Pape)
[Seite 417] nicht eingeschnitten, nicht ausgeprägt, ὀπωπή Nonn. Ioan. 9, 5; ὑπήνη D. 13, 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχάρακτος: -ον, ὁ μὴ κεχαραγμένος, Νόνν. Δ. 13. 84., 16. 158, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no marcado a fuego κάμηλος, πῶλος Stud.Pal.22.17.9 (I/II d.C.), BGU 13.8 (III d.C.), cf. Nonn.D.2.406
•gener. no marcado ἀχάρακτον ... ῥόον ὁπλαῖς curso de agua no marcado por los cascos de los caballos, Nonn.D.39.13, por dardos o flechas δέμας Nonn.D.13.497
•esp. sin la marca de la barba, lampiño de mozos ἀχάρακτα γενειάδος ἄκρα Nonn.D.25.324, ὑπήνη Nonn.D.13.84, 45.121.
2 de rasgos no definidos, indefinido, informe de la piedra de Crono, Nonn.D.25.554, κρηπίς de una cueva, Nonn.D.17.41, de la sombra que sigue al hombre, Nonn.D.29.170.
II que no puede ser marcado o tocado εἰ δὲ σιδήρῳ γυῖα φέρεις ἀχάρακτα Nonn.D.16.158, cf. 36.39.
Greek Monolingual
και αχάραχτος και αχάραγος, -η, -ο (AM ἀχάρακτος, -ον)
1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί
2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του
3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει ακόμη («ἀχάρακτος ἀστήρ», «αχάραγη μέρα»)
αρχ.
1. (για πλοίο) χωρίς ζωγραφισμένες ή γλυπτές μορφές στην πλώρη
2. άτρωτος από σίδερο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) αχάραγα
πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.