τετράχυτρος: Difference between revisions
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrachytros | |Transliteration C=tetrachytros | ||
|Beta Code=tetra/xutros | |Beta Code=tetra/xutros | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[made of four pots]], τρυφάλεια <span class="bibl">Batr.255</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:15, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A made of four pots, τρυφάλεια Batr.255.
German (Pape)
[Seite 1100] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχυτρος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον δῖος Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une contenance de quatre marmites.
Étymologie: τέσσαρες, χύτρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις χύτρες, δηλαδή ο πολύ ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χυτρος (< χύτρα)].
Greek Monotonic
τετράχυτρος: -ον (χύτρα), αυτός που αποτελείται από τέσσερις χύτρες, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
τετράχυτρος: (ᾰ) емкостью в четыре горшка (τρυφάλεια Batr.).