ἀκόλλητος: Difference between revisions
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akollitos | |Transliteration C=akollitos | ||
|Beta Code=a)ko/llhtos | |Beta Code=a)ko/llhtos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not cemented]] or [[glued]], λίθοι <span class="title">BCH</span>35.43 (Dclos); [[not adhering]], δέρμα σώμασι Gal.11.125; | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[not cemented]] or [[glued]], λίθοι <span class="title">BCH</span>35.43 (Dclos); [[not adhering]], δέρμα σώμασι Gal.11.125; [[not united]], [[healed up]], of wounds, Id.18(2).802. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[incapable of being compacted]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:20, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A not cemented or glued, λίθοι BCH35.43 (Dclos); not adhering, δέρμα σώμασι Gal.11.125; not united, healed up, of wounds, Id.18(2).802. 2 incapable of being compacted, D.H. Comp.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλλητος: ὁ μὴ κεκολλημένος ἢ μὴ προσηρτημένος, τινί, Γαλην. 2) ἀσυνάρτητος, ἀσύναπτος, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 42.
Spanish (DGE)
-ον
1 despegado, no unido ἀκόλλητον βρέτας imagen arrancada de su pedestal, S.Fr.10c.8 (cj.), de bloques de piedra fracturados y reparados mediante argamasa o clavijas ID 507.12 (III a.C.)
•medic. no cicatrizado, no cerrado de una herida, Gal.18(2).802.
2 gram. que no puede unirse, formar grupo consonántico de ν seguida de χ D.H.Comp.22.15.
3 que no se adhiere δέρμα σώμασι Gal.11.125.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία
«φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι»
νεοελλ.
ο απίθανος, ο απίστευτος
«ακόλλητο ψέμα»
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί
«ἀκόλλητον δέρμα σώμασι» (Γαλην. 11.125)
2. αυτός που δεν έχει κλείσει, δεν έχει επουλωθεί (αποδίδεται σε τραύματα, Γαλην. 18.802)
3. όποιος δεν μπορεί να συνδεθεί, να εναρμονιστεί σ’ ένα σύνολο
«στοιχεῑα ἀσύμμικτα καὶ ἀκόλλητα» (Διον. Συνθ. 22)
4. ο ασύνδετος, ο παράταιρος
«μὴ τοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ἀνάρμοστοι καὶ ἀκόλλητοι γενώμεθα πρὸς θεῑα μέλη» (Διονύσ. Αρεοπ. Μ. 3.444 b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολλητὸς < κολλῶ].