συνερκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synerktikos
|Transliteration C=synerktikos
|Beta Code=sunerktiko/s
|Beta Code=sunerktiko/s
|Definition=ή, όν, (συνέργω) of a speaker, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[driving]] his opponent <b class="b2">into a corner, cogent</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1378</span> codd.: Sch., <b class="b3">συνείρων τοὺς λόγους</b>, points to συνερτικός (συνείρω <span class="bibl">11</span>).</span>
|Definition=ή, όν, (συνέργω) of a speaker, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[driving]] his opponent [[into a corner]], [[cogent]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1378</span> codd.: Sch., <b class="b3">συνείρων τοὺς λόγους</b>, points to συνερτικός (συνείρω <span class="bibl">11</span>).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερκτικός Medium diacritics: συνερκτικός Low diacritics: συνερκτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synerktikós Transliteration B: synerktikos Transliteration C: synerktikos Beta Code: sunerktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (συνέργω) of a speaker,

   A driving his opponent into a corner, cogent, Ar.Eq.1378 codd.: Sch., συνείρων τοὺς λόγους, points to συνερτικός (συνείρω 11).

Greek (Liddell-Scott)

συνερκτικός: -ή, -όν, (συνέργω) ἐπὶ ῥήτορος συγκλείοντος τὸν ἀντίπαλον εἰς ἀδιέξοδον ἐπιχείρημα, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1378· πρβλ. συνακτικός, συνεκτικός· ― ἀλλὰ αἱ τοῦ Σχολ. λέξεις συνείρων τοὺς λόγους ὑποδεικνύουσιν ἑτέραν γραφὴν συνερτικὸς (συνείρω ΙΙ).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui enchaîne facilement ses arguments ; à la parole facile ; sel.d’autres dont les raisonnements sont pressants.
Étymologie: συνέργω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. συνερτικός.

Greek Monotonic

συνερκτικός: -ή, -ὸν (συνέργω), λέγεται για αγορητή, για ρήτορα, αυτός που «στριμώχνει στη γωνία» τον αντίπαλό του, που τον αφήνει χωρίς επιχειρήματα· ισχυρός, πιεστικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνερκτικός: досл. припирающий к стене, перен. убедительный (Arph. - v. l. συνερτικός).

Middle Liddell

συν-ερκτικός, ή, όν συνέργω
of a speaker, driving his opponent into a corner, cogent, Ar.