προμνήστρια: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=promnistria | |Transliteration C=promnistria | ||
|Beta Code=promnh/stria | |Beta Code=promnh/stria | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[woman who woos]] or | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[woman who woos]] or [[courts for another]], [[matchmaker]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>41</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>149d</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.16</span>: metaph., ἡ κακῶν π. <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>589</span>; <b class="b3">προμνηστρίας</b> is prob. for <b class="b3">-ίδας</b> in <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.6.36</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:50, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A woman who woos or courts for another, matchmaker, Ar.Nu.41, Pl.Tht.149d, Luc.DDeor.20.16: metaph., ἡ κακῶν π. E.Hipp.589; προμνηστρίας is prob. for -ίδας in X.Mem.2.6.36.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, = Folgdm, Ar. Nubb. 41; übtr., τὴν κακῶν προμνήστριαν, Eur. Hipp. 589; Plat. Theaet. 149 d u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προμνήστρια: ἡ, «προξενήτρια, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16· μεταφορ., ἡ κακῶν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 589· οὕτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36, ὁ Valck. διορθοῖ προμνηστρίας ἀντὶ -ίδας. ― Καθ’ Ἡσύχ.: προμνήστρια· ἡ συνιστῶσα ἀλλήλοις τοὺς γαμοῦντας. (προξενοῦσα νυμφίους ἢ νύμφας)». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
entremetteuse, marieuse.
Étymologie: προμνάομαι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η προξενήτρα
2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα -τρια (πρβλ. υπομνήσ-τρια)].
Greek Monotonic
προμνήστρια: ἡ (προμνάομαι), γυναίκα που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, προξενήτρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν προμνήστρια, αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προμνήστρια: ἡ сваха Eur., Arph., Plat., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμνήστρια -ας, ἡ [προμνήστωρ] koppelaarster.
Middle Liddell
προμνήστρια, ἡ, προμνάομαι
a woman who woos or courts for another, a match-maker, Ar., Plat.; metaph., κακῶν πρ. of one who brings about evil, Eur.