ἕρμαξ: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(14) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ermaks | |Transliteration C=ermaks | ||
|Beta Code=e(/rmac | |Beta Code=e(/rmac | ||
|Definition=ᾰκος, ἡ, (ἕρμα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ᾰκος, ἡ, (ἕρμα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[heap of stones]], [[cairn]], <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>150</span>; <b class="b3">λίθακές τε καὶ ἕρμακες</b> Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.10. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ἕρμα]] 1.2, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:00, 1 July 2020
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ, (ἕρμα)
A heap of stones, cairn, Nic.Th.150; λίθακές τε καὶ ἕρμακες Epic. in Arch.Pap.7.10. II = ἕρμα 1.2, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρμαξ: -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ ἕρμα, πρβλ. λίθαξ), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν ἕκαστος διαβάτης διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. Ἑρμαῖος, Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».
Greek Monolingual
ἕρμαξ, ὁ (Α) έρμα
1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα του Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας της παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες
ὕφαλοι πέτραι».