ἐφάπλωμα: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(15) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efaploma | |Transliteration C=efaploma | ||
|Beta Code=e)fa/plwma | |Beta Code=e)fa/plwma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[anything spread over]], [[rug]], [[cloak]], <span class="bibl">Eust.1347.40</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:05, 2 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything spread over, rug, cloak, Eust.1347.40.
German (Pape)
[Seite 1112] τό, das darüber Ausgebreitete, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφάπλωμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον ἐπί τινος, «τοὺς τάπητας οὓς οἱ παλαιοὶ μεταβολεῖς τῶν λέξεων, ἓν πρὸς ἓν φράζοντες ἐφαπλώματα ἑρμηνεύουσιν» Εὐστ. 1347. 40, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: πάπλωμα.
Greek Monolingual
και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) εφαπλώ
καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα.