ὠνητής: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὠνητής]], οῦ, ὁ,<br />a [[buyer]], purchaser, Xen., Aeschin. | |mdlsjtxt=[[ὠνητής]], οῦ, ὁ,<br />a [[buyer]], purchaser, Xen., Aeschin. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[buyer]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:43, 4 July 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A buyer, purchaser, X.Oec. 2.3, Thphr.Char.12.8, Is.Fr.173, Plu.Cat.Mi.36, etc.; τινος of something, Pl.Erx.394e, Aeschin.1.108, Plu.Ages.9; ὠνητὴν λαβεῖν to find a purchaser, Antiph.161.7. 2 contractor, IG22.1596.3; lessee of mines, ib.1587.4, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, ἀγοραστής, Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, μισθωτής, πακτωτής, ἐργολάβος, Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, αὐτόθι 162, κατὰ τὸν Böckh.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
acheteur.
Étymologie: ὠνέομαι.
Greek Monolingual
-οῡ, και δωρ. τ, ὠνατάς, -ᾱ, ὁ, Α ὠνοῡμαι
1. αγοραστής
2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων
3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων.
Greek Monotonic
ὠνητής: -οῦ, ὁ, αγοραστής, αυτός που αποκτά κάτι, σε Ξεν., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ὠνητής: οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.
Middle Liddell
ὠνητής, οῦ, ὁ,
a buyer, purchaser, Xen., Aeschin.