κατατρύω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(1ab) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katatryo | |Transliteration C=katatryo | ||
|Beta Code=katatru/w | |Beta Code=katatru/w | ||
|Definition== foreg., in Med., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κατατρύσαιο δὲ γυῖα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>593</span>:— Pass., pf. inf. - | |Definition== foreg., in Med., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κατατρύσαιο δὲ γυῖα <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>593</span>:— Pass., pf. inf. -[[τετρῦσθαι]] prob.l.in <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.4.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:30, 7 July 2020
English (LSJ)
= foreg., in Med.,
A κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic.Al.593:— Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob.l.in X.Cyr.5.4.6.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
French (Bailly abrégé)
c. κατατρύχω.
Greek Monolingual
κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].
Greek Monotonic
κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-τρύω afmatten.
Middle Liddell
= κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι