στολμός: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stolmos | |Transliteration C=stolmos | ||
|Beta Code=stolmo/s | |Beta Code=stolmo/s | ||
|Definition=ὁ,= | |Definition=ὁ,= [[στολή]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[equipment]], [[raiment]], <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1055</span>; but mostly with a word added, πρόστερνοι σ. πέπλων <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>29</span> (lyr.); μέλανα σ. πέπλων <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>216</span> (lyr.), cf. <span class="bibl">923</span> (anap.); <b class="b3">στολμοὺς μελαμπέπλους</b> ib.<span class="bibl">818</span>; also <b class="b3">σ. τε χρωτὸς τῶνδε . . πέπλων</b> over the body, <span class="bibl">Id.<span class="title">Andr.</span>148</span>; also of chaplets, <b class="b3">στεφέων ἱεροὺς σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>258</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">HF</span>526</span>; also of sails, στολμοί τε λαίφους <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>715</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,= στολή,
A equipment, raiment, E.Supp.1055; but mostly with a word added, πρόστερνοι σ. πέπλων A.Ch.29 (lyr.); μέλανα σ. πέπλων E.Alc.216 (lyr.), cf. 923 (anap.); στολμοὺς μελαμπέπλους ib.818; also σ. τε χρωτὸς τῶνδε . . πέπλων over the body, Id.Andr.148; also of chaplets, στεφέων ἱεροὺς σ. Id.Tr.258 (lyr.), cf. HF526; also of sails, στολμοί τε λαίφους A.Supp.715.
German (Pape)
[Seite 946] ὁ, poet. statt στολισμός; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 29, vgl. Suppl. 696; μέλανα στολμὸν πέπλων, Eur. Al. 215; στολμὸν χρωτὸς ποικίλων πέπλων, Andr. 148, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
στολμός: ὁ, = στολή, ἔνδυμα, ἐνδυμασία, «στολισμὸς» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1055· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ προσδιορισμοῦ, πρόστερνοι στ. πέπλων Αἰσχύλ. Χο. 29· μέλανα στ. πέπλων Εὐρ. Ἄλκ. 215, πρβλ. 819, 923·
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de s’équiper ; équipement, habillement, tissu.
Étymologie: στέλλω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
στολή, ενδυμασία, στολισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στολ- του στέλλω + κατάλ. -μός (πρβλ. κορμός), βλ. και λ. στέλλω.
Greek Monotonic
στολμός: ὁ, = στολή II, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
στολμός: ὁ στέλλω
1) одеяние, облачение, наряд: πέπλων μέλανες στολμοί Eur. черные одежды;
2) убор: τέκνα στολμοῖσι νεκρῶν κρᾶτας ἑξεστεμμένα Eur. дети с траурным убором на голове; στεφέων στολμοί Eur. убор из гирлянд; στολμοὶ λαίφους Aesch. паруса.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στολμός -οῦ, ὁ [στέλλω] uitrusting, kleding:. μέλανα στολμὸν πέπλων zwarte kleding bestaande uit peploi (d.w.z. zwarte peploi) Eur. Alc. 216.
Middle Liddell
στολμός, οῦ, ὁ, = στολή II, Aesch., Eur.]