συντακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntaktos
|Transliteration C=syntaktos
|Beta Code=suntakto/s
|Beta Code=suntakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[constructed with]] (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει <span class="title">Stoic.</span>2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of <b class="b3">κατηγόρημα</b>, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[constructed with]] (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει <span class="title">Stoic.</span>2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντακτός Medium diacritics: συντακτός Low diacritics: συντακτός Capitals: ΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syntaktós Transliteration B: syntaktos Transliteration C: syntaktos Beta Code: suntakto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A constructed with (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.

Greek (Liddell-Scott)

συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾱγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).

Russian (Dvoretsky)

συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.