θρηνητικός: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρηνητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, [[αὔλημα]], αὐλὸς | |lstext='''θρηνητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, [[αὔλημα]], αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 902. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to lament, querulous, Arist.EN1171b10. 2 of or for a dirge, αὔλημα, μόναυλος, Poll.4.73,75; τὸ θ. matter for lament, Plu. 2.623a. Adv. -κῶς Poll.6.202.
German (Pape)
[Seite 1217] zum Wehklagen geneigt; Arist. Eth. 9, 11; αὐλός, αὔλημα, Poll. 4, 73. 75; τὸ θρηνητικόν, das Klägliche, Plut. Symp. 1, 5, 2. – Adv., Poll. 6, 202.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ θρηνεῖν, ἀγαπῶν νὰ θρηνῇ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θρῆνον, αὔλημα, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 73, 75· τὸ θρ., ὕλη πρὸς θρῆνον, Πλούτ. 2. 623Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 902.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 porté à se lamenter;
2 propre aux lamentations ; τὸ θρηνητικόν PLUT chant plaintif.
Étymologie: θρηνέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θρηνητικός, -ή, -όν) θρηνητής
1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο
2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός
αρχ.
1. κατάλληλος για θρήνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν
αιτία για θρήνο.
επίρρ...
θρηνητικώς και -ά (ΑΜ θρηνητικῶς)
με θρηνητικό τρόπο.
Greek Monotonic
θρηνητικός: -ή, -όν (θρηνέω), παραπονιάρης, κλαψιάρης, θρηνητικός, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
θρηνητικός: склонный к жалобам, к сетованию, легко предающийся скорби Arst.
Middle Liddell
θρηνητικός, ή, όν θρηνέω
querulous, Arist.