παράμεσος: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράμεσος''': -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, [[δάκτυλος]] | |lstext='''παράμεσος''': -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, [[δάκτυλος]] Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ [[μετὰ]] τὴν μέσην, Ἀριστ. Προβλ. 1947· πρβλ. [[παρανήτη]], [[παρυπάτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παράμεσος]], -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[μέσο]], στο [[κέντρο]] («[[παράμεσος]] [[δάκτυλος]]» — το [[δάχτυλο]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στο [[μέσο]] και στο μικρό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παράμεσος]]<br />ο [[παράμεσος]] [[δάκτυλος]], αλλ. δακτυλίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το [[κέντρο]] βαρύτητας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παραμέση]] ή [[παράμεσος]]<br />(ενν. [[χορδή]]) η [[χορδή]] η οποία βρίσκεται [[πάνω]] από τη [[μέση]], ο χαμηλότερος [[φθόγγος]] στο διαζευγμένο [[τετράγωνο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παράμεσος]] συστολεύς»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[προς]] την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου [[μέσος]] [[συστολέας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμέσως</i> Α<br />με την κύρια [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέσον]]. | |mltxt=-η, -ο / [[παράμεσος]], -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στο [[μέσο]], στο [[κέντρο]] («[[παράμεσος]] [[δάκτυλος]]» — το [[δάχτυλο]] που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στο [[μέσο]] και στο μικρό)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παράμεσος]]<br />ο [[παράμεσος]] [[δάκτυλος]], αλλ. δακτυλίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από το [[κέντρο]] βαρύτητας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[παραμέση]] ή [[παράμεσος]]<br />(ενν. [[χορδή]]) η [[χορδή]] η οποία βρίσκεται [[πάνω]] από τη [[μέση]], ο χαμηλότερος [[φθόγγος]] στο διαζευγμένο [[τετράγωνο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παράμεσος]] συστολεύς»<br /><b>ναυτ.</b> ο [[προς]] την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου [[μέσος]] [[συστολέας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμέσως</i> Α<br />με την κύρια [[έννοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέσον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A next the middle, δάκτυλος Ruf.Onom.83, Poll.2.145, Gal.2.264. 2 out of the centre of gravity, π. ἠρτῆσθαι prob. in Apollod.Poliorc.158.7. II παραμέση (sc. χορδή), ἡ, the string next above the μέση (q.v.), the lowest note in the disjunctive tetrachord, Arist.Pr.922b5, Aristox.Harm.p.34 M., etc. :—also παράμεσος, Euc.Sect.Can.19, Nicom.Harm.11.
German (Pape)
[Seite 489] neben der Mitte, so heißt der Finger neben dem kleinen, Hippocr.; Poll. 2, 145.
Greek (Liddell-Scott)
παράμεσος: -ον, ὁ πλησίον τοῦ μέσου, δάκτυλος Πολυδ. Β΄, 145, Γαλην. ΙΙ. παρᾰμέση (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ μετὰ τὴν μέσην, Ἀριστ. Προβλ. 1947· πρβλ. παρανήτη, παρυπάτη.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράμεσος, -έση, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στο μέσο, στο κέντρο («παράμεσος δάκτυλος» — το δάχτυλο που βρίσκεται ανάμεσα στο μέσο και στο μικρό)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράμεσος
ο παράμεσος δάκτυλος, αλλ. δακτυλίτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο βαρύτητας
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παραμέση ή παράμεσος
(ενν. χορδή) η χορδή η οποία βρίσκεται πάνω από τη μέση, ο χαμηλότερος φθόγγος στο διαζευγμένο τετράγωνο
3. φρ. «παράμεσος συστολεύς»
ναυτ. ο προς την οπίσθια όψη τετράγωνου ιστίου μέσος συστολέας.
επίρρ...
παραμέσως Α
με την κύρια έννοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μέσον.