ἀπατητικός: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπατῶν, ὁ δυνάμενος ν’ ἀπατᾷ, ἐπὶ σοφιστείας, Πλάτ. Σοφ. 240D, 264D, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 16, κ. ἀλλ. ― Συγκρ. -κώτερος, ἀποτελεσματικώτερος πρὸς ἐξαπάτησιν, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 24.
|lstext='''ἀπατητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπατῶν, ὁ δυνάμενος ν’ ἀπατᾷ, ἐπὶ σοφιστείας, Πλάτ. Σοφ. 240D, 264D, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 16, κ. ἀλλ. ― Συγκρ. -κώτερος, ἀποτελεσματικώτερος πρὸς ἐξαπάτησιν, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Δ΄, 24.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτητικός Medium diacritics: ἀπατητικός Low diacritics: απατητικός Capitals: ΑΠΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apatētikós Transliteration B: apatētikos Transliteration C: apatitikos Beta Code: a)pathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fallacious, of sophistry, Pl. Sph.240d, 264d, Arist.APo.80b15, al.: Comp. -κώτερος more effective in deceiving, X.Eq.Mag.5.5. Adv. -κῶς Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 282] betrügerisch, τέχνη Plat. Soph. 240 d; Sp. auch ergötzlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἀπατῶν, ὁ δυνάμενος ν’ ἀπατᾷ, ἐπὶ σοφιστείας, Πλάτ. Σοφ. 240D, 264D, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 16, κ. ἀλλ. ― Συγκρ. -κώτερος, ἀποτελεσματικώτερος πρὸς ἐξαπάτησιν, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Δ΄, 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
trompeur.
Étymologie: ἀπάτη.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 falazde la sofística τέχνη Pl.Sph.240d, 264d, ἀ. καὶ ἄδικος (λόγος) Arist.SE 171b21, συλλογισμός Arist.APo.80b15, POxy.3238.4.125 (III d.C.)
compar. -ώτερος más engañoso, que engaña mejor X.Eq.Mag.5.5.
2 adv. -ῶς engañosamente Poll.4.24.

Greek Monolingual

ἀπατητικός, -ή, -όν (Α)
απατηλός, αυτός που εξαπατά, σοφιστικός.

Greek Monotonic

ἀπᾰτητικός: -ή, -όν (ἀπατάω), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο δολερός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰτητικός: Xen., Plat., Arst. = ἀπατηλός.

Middle Liddell

ἀπατάω
fraudulent, Xen.