ἀποτάδην: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτάδην''': [ᾰ], ([[τείνω]]), ἐπιρρ., [[ἐκτεταμένως]], κατ’ ἔκτασιν, [[ἐκτάδην]], κατὰ [[μῆκος]], Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· [[ἀποτάδην]] φθεγγόμενον [[φθέγμα]] κηρύκων [[Πολυδ]]. Δ΄, 94.
|lstext='''ἀποτάδην''': [ᾰ], ([[τείνω]]), ἐπιρρ., [[ἐκτεταμένως]], κατ’ ἔκτασιν, [[ἐκτάδην]], κατὰ [[μῆκος]], Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν Πολυδ. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· [[ἀποτάδην]] φθεγγόμενον [[φθέγμα]] κηρύκων Πολυδ. Δ΄, 94.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτάδην Medium diacritics: ἀποτάδην Low diacritics: αποτάδην Capitals: ΑΠΟΤΑΔΗΝ
Transliteration A: apotádēn Transliteration B: apotadēn Transliteration C: apotadin Beta Code: a)pota/dhn

English (LSJ)

[ᾰδ], Adv., (τείνω)

   A stretched at length, Luc.Zeux.4, Ael. NA4.21; ἀ. τρέχειν Poll.6.175.    2 diffusely, prolixly, Philostr. VS1Praef., cf. 1.15.4; ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας Id.VA6.11; ἀ. φθεγγόμενον [φθέγμα κηρύκων] Poll.4.94; also with κατά, τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας Herm.in Phdr.p.184A.

German (Pape)

[Seite 329] ausgedehnt, Luc. Zeux. 4; Ael. H. A. 4, 21; weitläufig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτάδην: [ᾰ], (τείνω), ἐπιρρ., ἐκτεταμένως, κατ’ ἔκτασιν, ἐκτάδην, κατὰ μῆκος, Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν Πολυδ. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· ἀποτάδην φθεγγόμενον φθέγμα κηρύκων Πολυδ. Δ΄, 94.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec tension, avec force.
Étymologie: ἀποτείνω, -δην.

Spanish (DGE)

adv. con extensión, en todas direcciones, a lo largo y ancho τρέχειν Poll.6.175, ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας abrevió los coros que eran muy prolijos Philostr.VA 6.11 (p.244), ἀ. φθεγγόμενον voz lanzada en todas las direcciones Poll.4.94, cf. Luc.Zeux.4, Ael.NA 4.21, Hsch.
fig. τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας oíste las palabras en toda su extensión Herm.in Phdr.p.184A
de forma prolija ἀ. καὶ ἐς μῆκος (exponer cuestiones) prolijamente y por extenso Philostr.VS 481.

Greek Monolingual

ἀποτάδην επίρρ. (Α) αποτείνω
1. εκτεταμένα, διεξοδικά
2. σκόρπια, χωρίς τάξη.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτάδην: (ᾰδ) adv. в вытянутом состоянии (οἱ πόδες ἀ. Luc.).