ἀντικηδεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντικηδεύω''': [[κηδεύω]], περιποιοῦμαι, πρὸς ἀνταπόδοσιν κηδεύματος, περιποιήσεως, [[ὥσπερ]] καὶ σὺ πατέρ’ ἐμόν ποτε, ... [[ἀντικηδεύω]] Εὐρ. Ἴων 734: - [[ὡσαύτως]] ἀντικήδομαι, [[Πολυδ]]. Ε΄, 142.
|lstext='''ἀντικηδεύω''': [[κηδεύω]], περιποιοῦμαι, πρὸς ἀνταπόδοσιν κηδεύματος, περιποιήσεως, [[ὥσπερ]] καὶ σὺ πατέρ’ ἐμόν ποτε, ... [[ἀντικηδεύω]] Εὐρ. Ἴων 734: - [[ὡσαύτως]] ἀντικήδομαι, Πολυδ. Ε΄, 142.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικηδεύω Medium diacritics: ἀντικηδεύω Low diacritics: αντικηδεύω Capitals: ΑΝΤΙΚΗΔΕΥΩ
Transliteration A: antikēdeúō Transliteration B: antikēdeuō Transliteration C: antikideyo Beta Code: a)ntikhdeu/w

English (LSJ)

   A mind, tend instead of another, τινός E.Ion734:—also ἀντικήδομαι, Poll.5.142.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen besorgen, pflegen, Eur. Ion. 738 πατρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηδεύω: κηδεύω, περιποιοῦμαι, πρὸς ἀνταπόδοσιν κηδεύματος, περιποιήσεως, ὥσπερ καὶ σὺ πατέρ’ ἐμόν ποτε, ... ἀντικηδεύω Εὐρ. Ἴων 734: - ὡσαύτως ἀντικήδομαι, Πολυδ. Ε΄, 142.

French (Bailly abrégé)

honorer à l’égal de, gén..
Étymologie: ἀντί, κηδεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): en v. med. ἀντικήδομαι Poll.5.142
cuidar a su vez c. gen. πατρός E.Io 734
v. med. mismo sent., Poll.l.c.

Greek Monolingual

ἀντικηδεύω (Α)
ανταποδίδω φροντίδα, περιποιούμαι κι εγώ.

Greek Monotonic

ἀντικηδεύω: μέλ. -σω, περιποιούμαι αντί άλλου, τινός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικηδεύω: почитать наравне (с кем-л.), чтить не менее (πατρός τινα ἀ. Eur.).

Middle Liddell


to tend instead of another, τινός Eur.