ἐπωφελής: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπωφελής''': -ές, βοηθῶν, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], | |lstext='''ἐπωφελής''': -ές, βοηθῶν, [[χρήσιμος]], [[ὠφέλιμος]], Πολυδ. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος [[ἐφιάλτης]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπωφελής]], -ές)<br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οφέλλω]] «[[επαυξάνω]], [[ωφελώ]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]]). Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=-ές (AM [[ἐπωφελής]], -ές)<br />[[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οφέλλω]] «[[επαυξάνω]], [[ωφελώ]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]]). Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ές,
A helpful, useful, Sever. Clyst.p.17 D., Poll.5.136, Cod.Just.1.2.17.1 ; ἡμῖν Hierocl.in CA11p.441M. Adv. -λῶς Poll.5.135, Vett. Val.165.18, Them.Or.21.252a,22.278c.
German (Pape)
[Seite 1016] ές, hülfreich, nützlich, Schol. Ar. Plut. 88. – Adv., Themist. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωφελής: -ές, βοηθῶν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, Πολυδ. Ε΄, 136, καὶ ἄλλοι Γραμματ. - Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 135, Θεμίστ. 252Α, 278C. - Παρ’ Ἡσυχ. παροξυτόνως: «ἐπωφέλης· ὁ καλούμενος ἐφιάλτης».
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπωφελής, -ές)
ωφέλιμος, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωφελής (< όφελος < οφέλλω «επαυξάνω, ωφελώ»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ανωφελής, κοινωφελής). Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].