ὠτοκάταξις: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠτοκάταξις''': -ιδος, ὁ, ἐπὶ πύκτου, ὁ τὰ ὦτα τεθλασμένος, «[[ὠτοκάταξις]] κατὰ Αἰλ. ο [[Διονύσιον]], [[ὠτοθλαδίας]], τὰ ὦτα τεθλασμένος ἐν παλαίστρᾳ» (Εὐστάθ. 1324)· «ὠτοκάταξιν: τὸν συντετριμμένον τὸ οὖς» Α. Β. 116, 32, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 72), πρβλ. Α. Β. 287, καὶ Ε. Μ. 826, Σουΐδ. ἐν λέξ., | |lstext='''ὠτοκάταξις''': -ιδος, ὁ, ἐπὶ πύκτου, ὁ τὰ ὦτα τεθλασμένος, «[[ὠτοκάταξις]] κατὰ Αἰλ. ο [[Διονύσιον]], [[ὠτοθλαδίας]], τὰ ὦτα τεθλασμένος ἐν παλαίστρᾳ» (Εὐστάθ. 1324)· «ὠτοκάταξιν: τὸν συντετριμμένον τὸ οὖς» Α. Β. 116, 32, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 72), πρβλ. Α. Β. 287, καὶ Ε. Μ. 826, Σουΐδ. ἐν λέξ., Πολυδ. Β΄, 83 ([[ὅθεν]] ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ὠτοκαταξίας ἐν Πολυδ. Δ΄, 144, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 628)· ὅρα καὶ Πλάτ. Πρωτ. 312Α, Θεόκρ. 22. 45, Marti-l. 7. 32, Tertull Spect. 23, [[κατάγνυμι]] ΙΙ, Winckelm. 5. 5, 30 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:29, 7 July 2020
English (LSJ)
ιδος, ὁ,
A a boxer with thick or 'cauliflower' ears, Ar.Fr.98, cf. Poll.2.83, EM826.28, Suid. (ὠτοκαταξίας is f.l. in Poll.4.144).
Greek (Liddell-Scott)
ὠτοκάταξις: -ιδος, ὁ, ἐπὶ πύκτου, ὁ τὰ ὦτα τεθλασμένος, «ὠτοκάταξις κατὰ Αἰλ. ο Διονύσιον, ὠτοθλαδίας, τὰ ὦτα τεθλασμένος ἐν παλαίστρᾳ» (Εὐστάθ. 1324)· «ὠτοκάταξιν: τὸν συντετριμμένον τὸ οὖς» Α. Β. 116, 32, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 72), πρβλ. Α. Β. 287, καὶ Ε. Μ. 826, Σουΐδ. ἐν λέξ., Πολυδ. Β΄, 83 (ὅθεν ὁ Δινδ. διορθοῖ τὸ ὠτοκαταξίας ἐν Πολυδ. Δ΄, 144, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 628)· ὅρα καὶ Πλάτ. Πρωτ. 312Α, Θεόκρ. 22. 45, Marti-l. 7. 32, Tertull Spect. 23, κατάγνυμι ΙΙ, Winckelm. 5. 5, 30 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
athlète dont les oreilles sont écrasées par les coups.
Étymologie: οὖς, κατάγνυμι.
Greek Monolingual
-άξιδος, ὁ, Α
(για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. -ις, -ιδος].
Russian (Dvoretsky)
ὠτοκάταξις: ιος ὁ Arph., Luc. = ὠτοθλαδίας.