Λακωνικός: Difference between revisions
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Lakonikos | |Transliteration C=Lakonikos | ||
|Beta Code=*lakwniko/s | |Beta Code=*lakwniko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="title">Laconian</span>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἄνδρες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 628</span>, etc.; | |Definition=ή, όν, <span class="title">Laconian</span>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἄνδρες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 628</span>, etc.; [[κλειδίον]], a kind of key, <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>423</span>, cf. <span class="bibl">Aristopho 7.4</span>, <span class="bibl">Men. 343</span>; Λακωνικὸν πνέων <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>276</span>; βραχυλογία τις Λ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>343b</span>; <b class="b3">ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς</b> Prov.in <span class="bibl">Str.1.2.30</span>, cf. Longin.38.5. Adv. -κῶς <span class="bibl">Diph.96</span>; συντόμως καὶ Λ. <span class="bibl">D.S.13.52</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst., </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> <b class="b3">ἡ Λακωνική</b> (sc. [[γῆ]]) <span class="title">Laconia</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>245</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> [[Λακωνικαί]] (sc. [[ἐμβάδες]]), αἱ, [[Laconian shoes]], used by men, <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1158</span>, <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>142</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ec.</span>74</span>, <span class="bibl">269</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[the state of Lacedaemon]], <span class="bibl">Hdt.7.235</span>; <b class="b3">τῆς ὁμιλίας τὸ Λ</b>. <span class="title">Laconian</span> fashion, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cleom.</span>32</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">τὸ Λ</b>. [[Laconian steel]], St.Byz.s.v. [[Λακεδαίμων]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> <b class="b3">Λακωνικόν, τό</b>, [[female garment]], διαφανῆ Λ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Is.</span>3.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 21:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, Laconian,
A ἄνδρες Ar.Lys. 628, etc.; κλειδίον, a kind of key, Id.Th.423, cf. Aristopho 7.4, Men. 343; Λακωνικὸν πνέων Ar.Lys.276; βραχυλογία τις Λ. Pl.Prt.343b; ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς Prov.in Str.1.2.30, cf. Longin.38.5. Adv. -κῶς Diph.96; συντόμως καὶ Λ. D.S.13.52. II as Subst., 1 ἡ Λακωνική (sc. γῆ) Laconia, Ar.Pax245, etc. b Λακωνικαί (sc. ἐμβάδες), αἱ, Laconian shoes, used by men, Id.V.1158, Th.142, Ec.74, 269, al. 2 τὸ -κόν the state of Lacedaemon, Hdt.7.235; τῆς ὁμιλίας τὸ Λ. Laconian fashion, Plu.Cleom.32. 3 τὸ Λ. Laconian steel, St.Byz.s.v. Λακεδαίμων. 4 Λακωνικόν, τό, female garment, διαφανῆ Λ. LXX Is.3.23.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκωνικός: -ή, -όν, ἐκ Λακωνικῆς ἢ ἀνήκων εἰς τοὺς Λάκωνας, Λακωνικός, ἄνδρες Ἀριστοφ. Λυσ. 628, κτλ.· Λακωνικὸν πνέων αὐτόθι 276· βραχυλογία τις Λακ. Πλάτ. Πρωτ. 343Β· ἐλάττω ἔχει γῆν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς, παροιμ. παρὰ Στράβ. 36· ὅθεν λακωνικός, βραχυλόγος, βραχύς, Κωμικ. Ἀνών. 196· - Ἐπίρρ. -κῶς, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8· συντόμως καὶ Λ. Διόδ. 13. 52. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ Λακωνικὴ (ἐξυπ. γῆ), ἡ Λακωνική, Ἀριστοφ. Εἰρ. 245, κτλ. β) Λακωνικαὶ (ἐξυπακουομ. τοῦ ἐμβάδες), αἱ, Λακωνικὰ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν οἱ ἄνδρες, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1158, Θεσμ. 142, Ἐκκλ. 74, 269, κ. ἀλλ. 2) τὸ Λακωνικόν, ἡ πολιτεία τῶν Λακεδαιμονίων, Ἡρόδ. 7. 235· τρόπος Λακωνικός, Πλουτ. Κλεομ. 32. 2) τὸ Λακ. κλειδίον, εἶδος κλειδός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 423, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πειρίθῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Μισουμένῳ» 12, Salmas. Solin. σελ. 650 κἑξ. 4) τὸ Λακ., χάλυψ Λακωνικὸς ἐξόχως βεβαμμένος πρὸς κατασκευὴν ῥινίων, κτλ. Στέφ. Βυζ. - Ἴδε Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 344.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Laconie ; Lacédémonien ou de Lacédémone ; laconique;
ἡ Λακωνική;
1 (γῆ) la Laconie;
2 (s.e. κρηπίς) sorte de chaussure d’homme à la mode de Lacédémone;
τὸ Λακωνικόν, l’État de Lacédémone, la coutume de Lacédémone.
Étymologie: Λάκων.
Greek Monotonic
Λᾰκωνικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει στους Λάκωνες, αυτός που προέρχεται από αυτούς, σε Αριστοφ., κ.λπ.
II. ως ουσ.:
1. ἡ Λακωνική (ενν. γῆ), Λακωνική γη, Λακωνία, σε Αριστοφ., κ.λπ.
2. Λακωνικαί (ενν. ἐμβάδες), αἱ, Λακωνικά πέδιλα, που φορούσαν οι άνδρες, στον ίδ.
3. τὸ Λακωνικόν, η πόλη-κράτος των Λακεδαιμονίων, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Λᾰκωνικός: лаконский, лакедемонский, спартанский (ἄνδρες Arph.; βραχυλογία Plat.; πολιτεία Arst.).
Middle Liddell
I. Laconian, Ar., etc.
II. as Subst.,
1. ἡ Λακωνική (sub. γῆ), Laconia, Ar., etc.
2. Λακωνικαί (sub. ἐμβάδεσ), αἱ, Laconian shoes, used by men, Ar.
3. τὸ Λακωνικόν the state of Lacedaemon, Hdt.