βώμαξ: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vomaks | |Transliteration C=vomaks | ||
|Beta Code=bw/mac | |Beta Code=bw/mac | ||
|Definition=ᾱκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[βωμολόχος]], <span class="bibl">Agath.2.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>199.2</span>, Suid. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, Dim. of [[βωμός]], <span class="title">AB</span>85. βώμενος· | |Definition=ᾱκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[βωμολόχος]], <span class="bibl">Agath.2.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>199.2</span>, Suid. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, Dim. of [[βωμός]], <span class="title">AB</span>85. βώμενος· [[βωμός]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:12, 7 July 2020
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, ἡ,
A = βωμολόχος, Agath.2.30, EM199.2, Suid. II βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, Dim. of βωμός, AB85. βώμενος· βωμός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 469] ακος, ὁ, = βωμολόχος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βώμαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ, = βωμολόχος, Ἀγαθ. 130. 21, Ἐτυμ. Μ., Σουΐδ.· ἴδε κώμαξ· ― ἐντεῦθεν βωμάκευμα, τό, = βωμολόχευμα, Ἀπολλ. Καρ. παρὰ Σχολ. Πλάτ. Πολ. 606C. ΙΙ.βῶμαξ, ᾰκος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ βωμός, Α. Β. 85. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε Δράκοντα 18].
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ, ἡ
1 pequeño altar, altarcito Ar.Fr.801.
2 bufón Telecl.61, βωμολόχος καὶ β. Suet.Blasph.6, ὁ β. ἐκεῖνος καὶ ἔμπληκτος Agath.2.30.2, EM 199.2G., Sud.
Greek Monolingual
(I)
βώμαξ, ο, η (Μ)
ο βωμολόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.].
(II)
βῶμαξ, η (Α)
μικρός βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) -αξ, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)].