δίεδρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diedros | |Transliteration C=diedros | ||
|Beta Code=di/edros | |Beta Code=di/edros | ||
|Definition=ον, (ἕδρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sitting apart]], opp. | |Definition=ον, (ἕδρα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sitting apart]], opp. [[σύνεδρος]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>608b28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[διαφανής]], Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">δίεδρον, τό,</b> [[tripod-stand]], <span class="bibl">Callix. 2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[chaise-longue]], Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.37.5</span>, Erot. (pl.), Suid. s.v. [[ζεῦγος ἡμιονικόν]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:30, 7 July 2020
English (LSJ)
ον, (ἕδρα)
A sitting apart, opp. σύνεδρος, Arist.HA608b28. 2 = διαφανής, Hsch. II δίεδρον, τό, tripod-stand, Callix. 2. 2 chaise-longue, Antyll. ap. Orib.10.37.5, Erot. (pl.), Suid. s.v. ζεῦγος ἡμιονικόν.
German (Pape)
[Seite 617] aus einander sitzend, feindlich, Ggstz σύνεδρος, s. διεδρία, Arist. a. a. Q.; – ὁ δίεδρος, = διέδριον, Ath. V, 197 b.
Greek (Liddell-Scott)
δίεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ χωριστὰ καθήμενος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σύνεδρος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 1, 10· πρβλ. διεδρία. ΙΙ. δίεδρος, ὁ, = διέδριον, Ἀθήν. 197Β.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que se coloca apartede los animales, interpretado como signo de discordia, Arist.HA 608b28.
2 diáfano, translúcido Hp. en Gal.19.92 (prob. var. antigua de δίϋδρος q.u.), Hsch. (quizá error por δίαιθρος q.u.).
II subst.
1 ὁ δ. base, pedestal, soporte doble δίεδρος ἀνεπίγραφος Didyma 467.12 (II a.C.), para una mesita, Callix.2 (p.167.21).
2 τὸ δ. asiento doble prob. un tipo de diván o asiento alargado ἐπὶ δ. τι οὗ ἐτύγχανον καθήμενοι PUG 107.5 (III a.C.), στρωμάτιον, ὥστε τῷ μήκει ἐπὶ δ. PCair.Zen.241.3, cf. 13.35, PSI 858.58 (en vol. IX, p.X) (todos III a.C.), δίεδρα λέγεται τὰ ἐφ' οἷς καθήμεθα Erot.37.12, para uso médico, Herod.Med. en Orib.10.37.5, τὴν λεγομένην κλινίδα, ἥ ἐστιν ὁμοία διέδρῳ Sud.s.u. ζεῦγος ἡμιονικόν.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίεδρος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το δίεδρο(ν)
κάθισμα για δύο ανθρώπους
νεοελλ.
αυτός που έχει δύο έδρες, δύο ημιεπίπεδα, από την ίδια ευθεία
αρχ.
1. (για πουλιά σε οιωνοσκοπία) αυτός που κάθεται ξεχωριστά, ο δυσμενής
2. το ουδ. ως ουσ. το δίεδρον
τρίποδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -εδρος < έδρα].
Russian (Dvoretsky)
δίεδρος: досл. сидящий врозь, перен. знаменующий вражду (в птицегадании - о птицах) Arph.