θῦνος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(17)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thynos
|Transliteration C=thynos
|Beta Code=qu=nos
|Beta Code=qu=nos
|Definition=<b class="b3">πόλεμος, ὁρμή, δρόμος</b>, Hsch.: <b class="b3">θυνός</b> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">2.938</span>.
|Definition=<b class="b3">πόλεμος, ὁρμή, δρόμος</b>, Hsch.: [[θυνός]] acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">2.938</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:00, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῦνος Medium diacritics: θῦνος Low diacritics: θύνος Capitals: ΘΥΝΟΣ
Transliteration A: thŷnos Transliteration B: thynos Transliteration C: thynos Beta Code: qu=nos

English (LSJ)

πόλεμος, ὁρμή, δρόμος, Hsch.: θυνός acc. to Hdn.Gr.2.938.

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ, v. l. für θύννος. Nach Hesych. auch heftige Bewegung; vgl. Arcad. 193, 17 u. Hdn. π. μ. λ. 33, 15.

Greek (Liddell-Scott)

θῦνος: ὁ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ θύννος, ὃ ἴδε. ΙΙ. «θῦνος· πόλεμος, ὁρμή, δρόμος» Ἡσύχ., ὅπερ ἔδει εἶναι θυνὸς κατὰ τὸν Ἀρκάδ. σ. 63. 25 (ἐσφαλμένως θῦννος σ. 193. 17), Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 33. 15

Greek Monolingual

θῡνος, ὁ (Α) θύνω
(κατά τον Ησύχ.) «πόλεμος, ὁρμή, δρόμος».