λιπυρία: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipyria | |Transliteration C=lipyria | ||
|Beta Code=lipuri/a | |Beta Code=lipuri/a | ||
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, for <b class="b3">λιπο-πυρία</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[a malignant intermittent fever]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Judic.</span>11</span>:—also λιπύριον, τό, <span class="bibl">Id.<span class="title">Morb.</span>2.51</span>:—hence λῐπῠρ-ίας, ου, ὁ, [[one who suffers from]] | |Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, for <b class="b3">λιπο-πυρία</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[a malignant intermittent fever]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Judic.</span>11</span>:—also λιπύριον, τό, <span class="bibl">Id.<span class="title">Morb.</span>2.51</span>:—hence λῐπῠρ-ίας, ου, ὁ, [[one who suffers from]] [[λιπυρία]], Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. λειπῠρικός (leg. λῐπῠρικός), ή, όν, [[like]] [[λιπυρία]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span> 117</span>; λῐπῠριώδης, ες, [[of the nature of]] λιπυρία, πυρετός <span class="bibl">Id.<span class="title">Ep.</span>21</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:10, 8 July 2020
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, for λιπο-πυρία,
A a malignant intermittent fever, Hp.Judic.11:—also λιπύριον, τό, Id.Morb.2.51:—hence λῐπῠρ-ίας, ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. λειπῠρικός (leg. λῐπῠρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp.Coac. 117; λῐπῠριώδης, ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Id.Ep.21.
Greek (Liddell-Scott)
λιπυρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀντὶ λιπο-πυρία, κακοήθης τις διαλείπων πυρετός, Ἱππ. 53. 15 κἑξ., 467. 10· οὕτω λιπύριον, τό, αὐτόθι 479. 20· ― ἀλλὰ παρὰ Γαλην., Ἀετ., κλ., λιπυρίας ἢ λειπυρίας (ἐξυπ. πυρετός), ὁ· ― ἐπίθ. λειπυρικός, (γραπτέον λιπυρικός), ή, όν, ὡς τὸ λιπυρία, Ἱππ. 134Ε· λιπυριώδης, ες, (εἶδος) ἐκ τῆς φύσεως τῆς λιπυρίας, τοῦ πυρετοῦ, ὁ αὐτ. 1288. 19.
Greek Monolingual
λιπυρία και λειπυρία, ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)
κακοήθης διαλείπων πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπο-πυρία (< λιπο- + πυρία [< -πυρος < πῦρ]), πρβλ. εμ-πυρία. Η σίγηση του -πο- με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς < αμφορεύς)].